EBON MUSINGS: THE ATHEISM PAGES | ΘΕΜΕΛΙΩΔΕΣ ΔΟΚΙΜΙΟ |
Συζητώντας με ένθεους, υπάρχουν ορισμένα επιχειρήματα υπέρ του θεϊσμού που διαρκώς επαναλαμβάνονται. Βάσει της εμπειρίας μου, πολλοί οι οποίοι τα παρουσιάζουν νομίζουν πως είναι είτε καινούρια, είτε αδιαμφισβήτητα, οπότε συχνά εκπλήσσονται όταν μάθουν πως τα πιο συνήθη επιχειρήματα για την ύπαρξη του Θεού υπάρχουν εδώ και πολλούς αιώνες (με διάφορες μορφές) και όλα καταρρίφθηκαν σχεδόν αμέσως. Το μόνο γνησίως νέο επιχείρημα για την ύπαρξη του Θεού που εμφανίστηκε τον τελευταίο αιώνα είναι το υπερβατικό επιχείρημα και ακόμα κι αυτό δεν αντέχει σε προσεκτική ανάλυση.
Αν και η αποτυχία αυτών των επιχειρημάτων δεν είναι ο λόγος που είμαι άθεος (διαβάστε τα άρθρα "Όλοι οι δυνατοί κόσμοι", "Το Φάντασμα στη Μηχανή", "Άλλη μία καιόμενη βάτος" and "Παίζοντας τον κοσμικό Παπά" για να καταλάβετε τι εννοώ) είναι προφανώς απαραίτητο να δείξω πως δεν υπάρχει πειστική απόδειξη της ύπαρξης του Θεού, αν θέλω να είμαι ένας ειλικρινής άθεος. Αυτό το δοκίμιο έχει αυτό το στόχο: να εξετάσει τα τέσσερα κλασσικά είδη επιχειρημάτων για την ύπαρξη του Θεού, όπως έχουν παρουσιαστεί από ένθεους, τόσο στο παρελθόν, όσο και στη σύγχρονη εποχή και να δείξει πως όλα έχουν βασικά ελαττώματα. Θα εξετάσει επίσης και μερικά πιο συγκεκριμένα ή λιγότερο συχνά παρουσιαζόμενα θεϊστικά επιχειρήματα και θα δείξει πως και αυτά πάσχουν από θανάσιμα ελαττώματα.
Τα Επιχειρήματα
Το Οντολογικό Επιχείρημα
Το Κλασσικό Οντολογικό Επιχείρημα: Ανσέλμος του Καντέρμπουρυ
II Ergo Domine, qui das fidei intellectum, da mihi, ut, quantum scis expedire, intelligam, quia es sicut credimus, et hoc es quod credimus. Et quidem credimus te esse aliquid quo nihil maius cogitari possit. An ergo non est aliqua talis natura, quia "dixit insipiens in corde suo: non est Deus" [Ps 13,1; 52,1]? Sed certe ipse idem insipiens, cum audit hoc ipsum quod dico: 'aliquid quo maius nihil cogitari potest', intelligit quod audit; et quod intelligit, in intellectu eius est, etiam si non intelligat illud esse. Aliud enim est rem esse in intellectu, alium intelligere rem esse. Nam cum pictor praecogitat quae facturus est, habet quidem in intellectu, sed nondum intelligit esse quod nondum fecit. Cum vero iam pinxit, et habet in intellectu et intelligit esse quod iam fecit.
Κι έτσι, Κύριε, εσύ που δίνεις νόημα στην πίστη, μου δίνεις να καταλάβω, όσο θεωρεί εσύ χρήσιμο, ότι είσαι όπως εμείς πιστεύουμε· και ότι είσαι αυτό που εμείς πιστεύουμε. Και πράγματι, πιστεύουμε πως είσαι ένα ον του οποίου τίποτε ανώτερο δεν μπορεί να νοηθεί. Ή μήπως δεν υπάρχει τέτοια φύση, μια και ο άφρων είπε στην καρδιά του ότι δεν υπάρχει Θεός (Ψαλμός 13,1). Αλλά, εν πάσι περιπτώσει, ακόμα και αυτός ο άφρων καταλαβαίνει για τι είδους ον μιλάω - ένας ον του οποίου ανώτερο δε μπορεί να νοηθεί - καταλαβαίνει αυτό που ακούει και αυτό που καταλαβαίνει υπάρχει στο νου τού, παρόλο που δεν το νοεί ως υπαρκτό. Γιατί είναι άλλο για κάτι να υπάρχει στη νόηση και άλλο να γίνεται αντιληπτό ως υπάρχον. Όταν ένας ζωγράφος πρώτα συλλαμβάνει αυτό που θα ζωγραφίσει αργότερα, το έχει στη νόησή του, αλλά δεν το αντιλαμβάνεται ως υπάρχον γιατί δεν το έχει ζωγραφίσει ακόμα. Αλλά, αφού κάνει τη ζωγραφιά, υπάρχει και στη νόησή του και αντιλαμβάνεται στην ύπαρξή της, αφού την έφτιαξε.
Convincitur ergo etiam insipiens esse vel in intellectu aliquid quo nihil maius cogitari potest, quia hoc, cum audit, intelligit, et quidquid intelligitur, in intellectu est. Et certe id quo maius cogitari nequit, non potest esse in solo intellectu. Si enim vel in solo intellectu est, potest cogitari esse et in re; quod maius est. Si ergo id quo maius cogitari non potest, est in solo intellectu: id ipsum quo maius cogitari non potest, est quo maius cogitari potest. Sed certe hoc esse non potest. Existit ergo procul dubio aliquid quo maius cogitari non valet, et in intellectu et in re.
Έτσι ακόμα και ο άφρων πείθεται ότι κάτι του οποίου ανώτερο δεν μπορεί να συλληφθεί υπάρχει τουλάχιστον στο νου. Και σίγουρα κάτι του οποίου ανώτερο δεν μπορεί να νοηθεί δεν μπορεί να υπάρχει μόνο στο νου. Γιατί, ας υποθέσουμε πως υπάρχει μόνο στο νου: τότε μπορεί να νοηθεί πως υπάρχει και στην πραγματικότητα· το οποίο είναι ανώτερο. Άρα, αν αυτό του οποίου τίποτε ανώτερο δεν μπορεί να νοηθεί υπάρχει μόνο στο νου, αυτό το ίδιο ον, του οποίου τίποτα ανώτερο δεν μπορεί να νοηθεί, είναι ον του οποίου μπορεί να συλληφθεί ανώτερο ον. Αλλά προφανώς αυτό είναι αδύνατον. Άρα, υπάρχει μικρή αμφιβολία πως υπάρχει ένα ον του οποίου τίποτα ανώτερο δεν μπορεί να νοηθεί, και υπάρχει και στο νου και στην πραγματικότητα.
III Quod utique sic vere est, ut nec cogitari possit non esse. Nam potest cogitari esse aliquid, quod non possit cogitari non esse; quod maius est quam quod non esse cogitari potest. Quare si id quo maius nequit cogitari, potest cogitari non esse: id ipsum quo maius cogitari nequit, non est id quo maius cogitari nequit; quod convenire non potest. Sic ergo vere est aliquid quo maius cogitari non potest, ut nec cogitari possit non esse. Et hoc es tu, Domine Deus noster. [...]
Και σίγουρα υπάρχει τόσο πραγματικά που δεν μπορεί να νοηθεί ότι δεν υπάρχει. Γιατί είναι δυνατόν να νοηθεί ένα ον το οποίο δεν μπορεί να νοηθεί ότι δεν υπάρχει· και αυτό είναι ανώτερο από ένα που μπορεί να νοηθεί πως δεν υπάρχει. Συνεπώς, αν αυτό του οποίου δεν μπορεί να νοηθεί τίποτα ανώτερο, μπορεί να νοηθεί ότι δεν υπάρχει, δεν είναι ανώτερο από εκείνο του οποίου ανώτερο δεν μπορεί να νοηθεί. Αλλά αυτό είναι μια ασυμβίβαστη αντίφαση. Υπάρχει λοιπόν πραγματικά ένα ον του οποίου τίποτα ανώτερο δεν μπορεί να νοηθεί, ώστε δεν μπορεί καν να νοηθεί ότι δεν υπάρχει· και αυτό το ον είσαι εσύ, ω Κύριε, Θεέ μας. [...]
Ανσέλμος του Καντέρμπουρυ, Προσλόγιον, 1077 μ.Χ.
Βάσει της Αγγλικής μετάφρασης του Sidney Norton Deane (1903)
[ΣτΜ: Η επιλογή αποσπάσματος είναι λίγο διαφορετική από του Ebonmuse, καθώς και η επιλογή μεταφραστή από τα λατινικά]
Το πρώτο και ένα από τα παλιότερα “κλασσικά” επιχειρήματα υπέρ της ύπαρξη Θεού (με ηλικία σχεδόν μία χιλιετία) είναι το οντολογικό επιχείρημα. Το επιχείρημα αυτό προσπαθεί να αποδείξει την ύπαρξη του Θεού με τη λογική και μόνο, χωρίς αναφορά στον εξωτερικό κόσμο, βασιζόμενο μονάχα στον τυπικό ορισμό του ποιος και τι είναι ο Θεός. Παρόμοια επιχειρήματα με του Ανσέλμου έχουν καταθέσει φιλόσοφοι όπως ο Καρτέσιος, ο Λάιμπνιτς, ο Γκέντελ και ο Alvin Plantinga (του οποίου το επιχείρημα θα δούμε στην επόμενη ενότητα). Στην κλασσική του μορφή, όπως παρουσιάζεται από τον Ανσέλμο, το επιχείρημα έχει ως εξής:
Αν και ένας απρόσεκτος αναγνώστης μπορεί να διαισθανθεί γιατί αυτό δεν μπορεί να είναι σωστό, είναι πιο εύκολο να πει ότι το επιχείρημα μοιάζει λάθος, παρά να βρει τι ακριβώς είναι λάθος. Αυτή η ιδιότητα του οντολογικού επιχειρήματος προκαλούσε ενδιαφέρον στους φιλοσόφους για αιώνες. Μια πιο προσεκτική ανάλυση όμως, αποκαλύπτει το σφάλμα που περιέχει. Στην ουσία, το οντολογικό επιχείρημα είναι ύπουλα κυκλικό· εισάγει λαθρα μια προ-υπόθεση σε ένα καίριο σημείο. Αυτό μπορεί να μην είναι προφανές σ'αυτή τη μορφή, αλλά μπορούμε να το ξαναγράψουμε για την κάνουμε πιο εμφανή. Αναλογιστείτε την ακόλουθη τροποποιημένη μορφή του οντολογικού επιχειρήματος που καθιστά προφανή την κρυμμένη εικασία.
Το σφάλμα είναι προφανές: δεν μπορείς απλά να ορίσεις ότι κάτι υπάρχει. Κάποιος μπορεί να κολλήσει φράσεις όπως το “και το οποίο υπάρχει” σε οποιονδήποτε ορισμό που επιθυμεί, αλλά αυτό δεν πρόκειται να προκαλέσει την ύπαρξή του στην πραγματικότητα. Αν αυτό ήταν δυνατό, η φιλοσοφία θα ήταν ένα πολύ επικερδές επάγγελμα. Σκεφτείτε ορισμούς όπως “η τσάντα γεμάτη χρήματα δίπλα μου η οποία υπάρχει”. Προφανώς αυτό δεν είναι έγκυρη λογική. Ένας ορισμός, αν είναι ακριβής, αντικατοπτρίζει ορθά την πραγματικότητα· δεν πλάθει την πραγματικότητα. Ωστόσο, αυτό ακριβώς είναι που προσπαθεί να κάνει αυτό το επιχείρημα, αν και με έναν πολύ πιο πλάγιο τρόπο.
Το κεντρικό σημείο είναι αυτό: Αν είναι αληθές ότι έναν ον που υπάρχει στην πραγματικότητα είναι ανώτερο από ένα που υπάρχει στη φαντασία, τότε το να ορίσουμε το Θεό ως το ανώτερο δυνατόν ον εμπεριέχει τον ισχυρισμό ότι ο Θεός υπάρχει. Αλλά αυτό προσπαθεί να αποδείξει το επιχείρημα! Το οντολογικό επιχείρημα χρησιμοποιεί το αποδεικτέο ως αρχική υπόθεση, διαπράττοντας το στοιχειώδες σφάλμα του κυκλικού επιχειρήματος. Συνεπώς είναι λογικά ασυνεπές και δεν αποδεικνύει τίποτα.
Οι άθεοι δεν δέχονται την οντολογική δέσμευση που προσπαθεί να εισάγει λάθρα αυτό το επιχείρημα με τους ορισμούς του. Είναι σίγουρα πιθανό να συλλάβει κανείς ένα ον ονόματι “Θεός” που υπάρχει μόνο στη σκέψη και είναι εξίσου πιθανό να συλλάβει κανείς ένα ον ονόματι “Θεός” που υπάρχει και στη σκέψη και στην πραγματικότητα. Ένας θα μπορούσε ακόμα και να συμφωνήσει ότι αν η δεύτερη περίπτωση υπήρχε στην πραγματικότητα θα ήταν ανώτερη από την πρώτη. Αλλά δεν μπορεί να θεωρήσει πως ένα τέτοιο ον πρέπει να υπάρχει και στην πραγματικότητα. Ξαναλέω πως είναι μια προσπάθεια να ενσωματωθεί η ύπαρξη στον ορισμό και να εξαχθεί το συμπέρασμα πως το οριζόμενο κατά συνέπεια υπάρχει και αυτό είναι εσφαλμένο. Είναι ένα ανεπίτρεπτο άλμα από το ένα επίπεδο στο άλλο. Το να ορίζει κανείς το Θεό ως ένα ον που πρέπει να υπάρχει είναι ακριβές μόνο αν ο Θεός όντως υπάρχει και το αληθές του ορισμού μπορεί να επιβεβαιωθεί μόνο εξετάζοντας την εξωτερική πραγματικότητα.
Το Σύγχρονο Οντολογικό Επιχείρημα: Alvin Plantinga
"Το ον Ο* έχει την ιδιότητα υπάρχω σε κάθε δυνατό κόσμο. Το Ο* είναι πρόδηλο στον κόσμο Κ*· συνεπώς αν ο Κ* ήταν υπαρκτός, το Ε* θα γινόταν πρόδηλο από κάτι που υπάρχει και θα γινόταν πρόδηλο και σε κάθε δυνατό κόσμο [...] Αυτό σημαίνει πως υπάρχει ένα ον που είναι πάνσοφο, παντοδύναμο και ηθικά τέλειο· και αυτό υπάρχει και έχει αυτές τις ιδιότητες σε κάθε δυνατό κόσμο. Αυτό το ον είναι ο Θεός."
Alvin Plantinga, Η Φύση της Αναγκαιότητας, σελ.215-216; Oxford University Press, 1974.
Μια πιο εκλεπτυσμένη μορφή του οντολογικού επιχειρήματος έχει προταθεί από τον χριστιανό φιλόσοφο Alvin Plantinga. Η μορφή του επιχειρήματος του Plantinga χρησιμοποιεί την έννοια των δυνατών κόσμων· κάθε κόσμος που μπορούμε να φανταστούμε πως υπάρχει, συμπεριλαμβανομένου και του δικού μας, είναι ένας δυνατός κόσμος. Έπειτα ο Plantinga επιχειρηματολογεί πως αν υπάρχει κάποιος δυνατός κόσμος στον οποίο ο Θεός υπάρχει (που απλά υπάρχει) τότε ο Θεός πρέπει να υπάρχει σε όλους τους δυνατούς κόσμους, συμπεριλαμβανομένου και του δικού μας. Πιο συγκεκριμένα το επιχείρημα πάει ως εξής:
Αν και χρησιμοποιεί διαφορετική γλώσσα, το επιχείρημα του Plantinga στην ουσία βασίζεται στο ίδιο κόλπο: προσπαθεί να προκαλέσει την ύπαρξη ενός όντος με ορισμό. Ουσιαστικά λέει: “Υπάρχει ένας δυνατός κόσμος που περιέχει ένα ον που υπάρχει σε όλους τους δυνατούς κόσμους” ή πιο απλά “Εξ ορισμού, ο Θεός υπάρχει, αν μπορούμε να φανταστούμε ότι υπάρχει”. Αυτό είναι απαράδεκτο. Οι δυνατοί κόσμοι, εξ ορισμού, είναι απόλυτα διαχωρισμένοι· δεν μπορούν να επηρεάσουν ο ένας τον άλλο (αν μπορούσαν, δε θα ήταν διαφορετικοί δυνατοί κόσμοι, αλλά ο ίδιος δυνατός κόσμος· πάλι εξ ορισμού). Άρα είναι άκυρο να ορίζεις κάτι που η ύπαρξή του σε έναν δυνατό κόσμο προκαλεί την ύπαρξή του σε έναν άλλο δυνατό κόσμο. Διαφορετικά θα προέκυπτε μια σωρεία παραλογισμών.
Ένα ιδιαίτερα φαιδρό παράδειγμα προκύπτει αν αναλογιστείτε την ακόλουθη πρόταση: "Υπάρχει ένας δυνατός κόσμος που περιέχει ένα ον που καταστρέφει όλους τους δυνατούς κόσμους”. Αλλά αν υπάρχει ένας τέτοιος δυνατός κόσμος, εξ ορισμού δε θα υπάρχει κανένας δυνατός κόσμος. Κατά συνέπεια η λογική του Plantinga οδηγεί σε ένα προφανές άτοπο: μόλις απέδειξε ότι δεν υπάρχει τίποτα. Η λύση είναι να αναγνωριστεί πως το να ορίζεις τα περιεχόμενα ενός δυνατού κόσμου σε σχέση με τα περιεχόμενα ενός άλλου είναι απαράδεκτο και στερείται νοήματος.
Υπάρχει άλλος ένας προφανής τρόπος για να ακυρωθεί αυτό το επιχείρημα. Σκεφτείτε αυτό το παράδειγμα:
Η λογική αυτού του επιχειρήματος μοιάζει να είναι απαραβίαστη. Σίγουρα δεν υπάρχει κάποια λογική αντίφαση στο να συλλάβω έναν κόσμο που δεν διαθέτει κάποια υπέρτατα εξέχουσα οντότητα, συνεπώς είναι ένας δυνατός κόσμος. Συνεπώς, με τη λογική του Plantinga, δεν υπάρχει ένα τέτοιο ον σε κανένα δυνατό κόσμο και κατά συνέπεια δεν υπάρχει Θεός. Μέχρι στιγμής κανένας υποστηρικτής του οντολογικού επιχειρήματος δεν έχει προσφέρει κάποια απάντηση σ'αυτό.
Η Μανιχαϊστική Απαγωγή
Σ'αυτή την ενότητα θα ήθελα να προτείνω μια τελική επίθεση στο οντολογικό επιχείρημα που, απ'όσο γνωρίζω, είναι εντελώς νέα. Αυτή η επίθεση είναι ένα παράδειγμα απαγωγής σε άτοπο (κατάρριψη μέσω αντίφασης) και γι'αυτό, για λόγους που ελπίζω πως θα γίνουν σαφείς σύντομα, την ονομάζω “μανιχαϊστική απαγωγή”.
Ένας σύγχρονος του Ανσέλμου ονόματι Gaunilo, πρότεινε μία από τις πρώτες και ίσως ισχυρότερες απαντήσεις στο οντολογικό επιχείρημα με ένα άλλο παράδειγμα εις ατόπου απαγωγής. Χρησιμοποιώντας την ίδια λογική με τον Ανσέλμο, πρότεινε την ύπαρξη ενός “τέλειου νησιού”, ένα νησί του οποίου ανώτερο δεν μπορεί να συλληφθεί και συνέχισε συμπεραίνοντας ότι ένα τέτοιο νησί πρέπει να υπάρχει γιατί ένα τέλειο νησί που υπάρχει πραγματικά είναι πολύ ανώτερο από ένα που υπάρχει μόνο στη φαντασία. Θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε την ίδια λογική για να αποδείξουμε την ύπαρξη ενός τέλειου ο,τιδήποτε: το υπέρτατο σάντουιτς, το υπέρτατο στυλό κ.ο.κ.
Οι απαντήσεις των υποστηρικτών του οντολογικού επιχειρήματος είναι τουλάχιστον μπερδεμένες. Οι περισσότεροι υποστηρίζουν πως η αναλογία δεν είναι ορθή, αλλά χωρίς να μπορούν να εξηγήσουν επαρκώς το γιατί. Μερικοί υποστηρίζουν ότι η έννοια ενός “υπέρτατου” δυνατού αντικειμένου πέρα από το Θεό στερείται νοήματος και είναι συνεπώς αδύνατη, επειδή όσο καλό κι αν είναι ένα νησί, σάντουιτς ή στυλό, μπορούμε πάντα να συλλάβουμε ένα καλύτερο (αλλά γιατί δεν ισχύει το ίδιο και για το Θεό; [ΣτΜ: άλλωστε ορίσαμε ότι το “υπέρτατο νησί” είναι εκείνο του οποίου ανώτερο δεν μπορεί να συλληφθεί]). Ωστόσο, η Μανιχαϊστική Απαγωγή είναι μια ενισχυμένη μορφή της επίθεσης του Gaunilo που ούτε αυτές οι αδύναμες κριτικές δεν μπορούν να αγγίξουν. Στον πυρήνα βρίσκεται μια απλή σύλληψη: γιατί πρέπει το “ανώτερο” να ορίζεται βάσει του ηθικού “καλού”;
Ας υποθέσουμε πως προσπαθούμε να συλλάβουμε το πιο τέλεια αγαθό ον που μπορούμε να φανταστούμε και λέμε, όπως κάνουν και οι υποστηρικτές του οντολογικού επιχειρήματος, ότι ένα τέτοιο ον υπάρχει γιατί ένα τέτοιο ον που υπάρχει στ'αλήθεια είναι ανώτερο ενός που υπάρχει μόνο στη φαντασία. Αλλά τώρα ας υποθέσουμε πως προσπαθούμε να συλλάβουμε το πιο μοχθηρό ον που μπορούμε να φανταστούμε. Με τη λογική του οντολογικού επιχειρήματος δεν πρέπει να υπάρχει και αυτό το ον; Άλλωστε, ένα μοχθηρό ον που υπάρχει στ'αλήθεια είναι σίγουρα ανώτερο από ένα μοχθηρό ον που υπάρχει μόνο στη φαντασία.
Με την ίδια λογική που οδηγεί το παραδοσιακό οντολογικό επιχείρημα να συμπεράνει πως το τέλεια αγαθό ον πρέπει να είναι πάνσοφο και παντοδύναμο, μπορούμε να συμπεράνουμε πως και αυτό το τέλεια μοχθηρό ον έχει τις ίδιες ιδιότητες. Ένα μοχθηρό ον με παντοδυναμία σίγουρα είναι πιο τέλειο από ένα πεπερασμένο, αφού θα μπορούσε να υποβάλει τα θύματά του σε άπειρη οδύνη. Και ένα μοχθηρό ον που είναι πάνσοφο σίγουρα είναι πιο μοχθηρό από ένα που δε θα μπορούσε να ξέρει και να απολαμβάνει πόσο κακό προκαλεί. Άρα με τη λογική του οντολογικού επιχειρήματος μόλις “αποδείξαμε” πως δεν υπάρχει ένας, αλλά δύο θεοί. Κάθε ένας άπειρος, κάθε ένας πάνσοφος, κάθε ένας παντοδύναμος, αλλά που ο καθένας επιθυμεί το ακριβώς αντίθετο από τον άλλο σε κάθε περίπτωση (που προκύπτει από τους ορισμούς του τέλεια αγαθού και τέλεια μοχθηρού).
Αλλά αυτό είναι αδύνατο. Δεν μπορούν να υπάρχουν δυο παντοδύναμα όντα με αντίθετες επιθυμίες, αφού σε κάθε περίπτωση δε θα μπορούσαν να πραγματοποιηθούν οι επιθυμίες και των δύο· η επιθυμία του ενός τουλάχιστον δε θα πραγματοποιούνταν και αυτό μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι τουλάχιστον ένα δεν είναι παντοδύναμο. Ωστόσο το οντολογικό επιχείρημα μας οδηγεί αδιαμφισβήτητα σ'αυτή την αδύνατη κατάσταση. Συνεπώς, αφού το χρησιμοποιήσαμε για να καταλήξουμε σε μια αντίφαση, το οντολογικό επιχείρημα πρέπει να είναι λανθασμένο.
Σημειώσεις για την “αναγκαία” ύπαρξη
Ορισμένες μορφές του οντολογικού επιχειρήματος βασίζονται σε διάφορους βαθμούς στον ισχυρισμό ότι ο Θεός κατέχει “αναγκαία” ύπαρξη, δηλαδή ότι δεν θα ήταν δυνατόν ο Θεός να μην υπήρχε. Αλλά αυτό δεν μπορεί να ισχύει. Για να είναι η ύπαρξη ενός όντος αναγκαία σημαίνει πως δημιουργείται λογική αντίφαση αν κάποιος προσπαθήσει να φανταστεί τη μη ύπαρξή του (ο Plantinga εξηγεί πως μια ύπαρξη είναι αναγκαία, αν το ον υπάρχει σε όλους τους δυνατούς κόσμους). Δεν είναι δυνατόν για παράδειγμα να φανταστούμε ένα τρίγωνο με περισσότερες ή λιγότερες από τρεις πλευρές ή έναν πρώτο αριθμό που είναι μεγαλύτερος από οποιονδήποτε άλλο ή έναν παντρεμένο εργένη. Ωστόσο είναι δυνατόν να φανταστούμε έναν κόσμο όπου δεν υπάρχει Θεός -η ύπαρξη αθέων το αποδεικνύει αυτό. Καμία αντίφαση δε δημιουργείται από αυτό αυτό, άρα η ύπαρξη του Θεού δεν μπορεί να είναι αναγκαία.
Ένας ένθεος μπορεί να αντιδράσει λέγοντας πως η σύλληψη ενός κόσμου χωρίς Θεό είναι λογικά αδύνατη, γιατί η ύπαρξη του Θεού απαιτείται για να εξηγήσει την ύπαρξη του ίδιου του κόσμου, αλλά τότε το οντολογικό επιχείρημα μετατρέπεται στο κοσμολογικό επιχείρημα, με το οποίο ασχολούμαστε στην επόμενη ενότητα.
Το Κοσμολογικό Επιχείρημα
Το Κλασσικό Κοσμολογικό Επιχείρημα: Θωμάς Ακινάτης
Invenimus enim in istis sensibilibus esse ordinem causarum efficientium, nec tamen invenitur, nec est possibile, quod aliquid sit causa efficiens sui ipsius; quia sic esset prius seipso, quod est impossibile. Non autem est possibile quod in causis efficientibus procedatur in infinitum. Quia in omnibus causis efficientibus ordinatis, primum est causa medii, et medium est causa ultimi, sive media sint plura sive unum tantum, remota autem causa, removetur effectus, ergo, si non fuerit primum in causis efficientibus, non erit ultimum nec medium. Sed si procedatur in infinitum in causis efficientibus, non erit prima causa efficiens, et sic non erit nec effectus ultimus, nec causae efficientes mediae, quod patet esse falsum. Ergo est necesse ponere aliquam causam efficientem primam, quam omnes Deum nominant.
Στον κόσμο των αισθήσεων υπάρχει μια αλυσίδα επαρκών αιτίων. Δεν υπάρχει γνωστό προηγούμενο (ούτε και είναι δυνατόν να υπάρξει) πράγματος που να έχει βρεθεί να είναι επαρκές αίτιο του εαυτού του, διότι θα προηγείτο του εαυτού του, το οποίο είναι αδύνατο. Με επαρκή αίτια δεν είναι δυνατόν να φτάσει κανείς στο άπειρο επειδή όπως ισχύει με όλα τα επαρκή αίτια, το πρώτο είναι η αιτία του μεσαίου αιτίου και το μεσαίο αίτιο είναι η αιτία του τελευταίου αιτίου, είτε τα ενδιάμεσα αίτια είναι πολλά, είτε ένα. Το να αφαιρέσει κανείς το αίτιο, σημαίνει ότι αφαιρεί το αποτέλεσμα. Άρα, αν δεν υπάρχει κάποιο πρώτο αίτιο μεταξύ των επαρκών αιτίων δεν μπορεί να υπάρχει ούτε τελικό, ούτε ενδιάμεσο αίτιο. Αλλά αν είναι δυνατόν να υπάρχουν άπειρα επαρκή αίτια, δε θα υπάρχει ούτε κάποιο πρώτο επαρκές αίτιο, ούτε κάποιο απώτερο αποτέλεσμα· και όλα αυτά είναι προφανώς εσφαλμένα. Συνεπώς είναι απαραίτητο να αποδεχθούμε ένα πρώτο επαρκές αίτιο, στο οποίο όλοι ονομάζουν Θεό.
Θωμάς Ακινάτης, Summa Theologiae, Ι,Q2,art.3§4, 1265–1274
Βάσει της Αγγλικής μετάφρασης
των Πατέρων της Αγγλικής Δομινικανής Επαρχίας (1947)
[ΣτΜ: Η επιλογή μεταφραστή από τα λατινικά είναι διαφορετική από του Ebonmuse]
Το κοσμολογικό επιχείρημα πρωτοεμφανίζεται στον Αριστοτέλη και είναι πιθανότατα το παλιότερο επιχείρημα που προσφέρεται ως απόδειξη της ύπαρξης του Θεού και αυτό που χρησιμοποιούν πιο συχνά οι ερασιτέχνες απολογητές. Όπως αναπτύσσεται παραπάνω από τον Θωμά Ακινάτη, το κοσμολογικό επιχείρημα λέει πως κάθε συμβάν έχει αιτία, η οποία αιτία έχει και αυτή κάποια αιτία. Για να αποφευχθεί η αναγωγή στο άπειρο το επιχείρημα καταλήγει πως πρέπει να ορίσουμε μια πρώτη αιτία η οποία είναι αιώνια και αναίτια, την οποία και αναγνωρίζει ως το Θεό.
Αν το σφάλμα του οντολογικού επιχειρήματος είναι η κυκλικότητα, το σφάλμα του κοσμολογικού επιχειρήματος είναι η ειδική έκκληση. Συγκεκριμένα δηλώνει, χωρίς καλό λόγο, ότι τα πάντα εκτός από το Θεό απαιτούν μια αιτία. Αλλά γιατί να ισχύει αυτό; Αν μπορεί να υπάρξει κάτι που να μην έχει αιτία, μπορούμε να συμπεράνουμε πως το ίδιο το σύμπαν δεν έχει αιτία, υπάρχει αιώνια και δημιουργεί όλες τις αλυσίδες αιτίου-αιτιατού. Αυτή η υπόθεση έχει την ίδια ερμηνευτική ισχύ με την υπόθεση ότι το σύμπαν το δημιούργησε ο Θεός και είναι απλούστερη, αφού περιέχει λιγότερες υποθέσεις. Κατά συνέπεια είναι προτιμητέα.
Επιπλέον η αντίρρηση του Ακινάτη στην πιθανότητα άπειρης αλληλουχίας δεν είναι καλά διατυπωμένη. Ισχυρίζεται πως μια άπειρη αλληλουχίας αιτιών δεν μπορεί να υπάρχει γιατί δε θα υπήρχε πρώτη αιτία, αλλά αυτό δείχνει απλά αδυναμία να συλλάβει την έννοια της άπειρης αλληλουχίας. Σε μια τέτοια αλληλουχία κάθε γεγονός θα είχε μια απόλυτα ικανοποιητική εξήγηση: την αιτία που προηγήθηκε. Διαφορετικά, αν δεχθούμε την λογική του Ακινάτη μπορούμε να ρωτήσουμε “πόσες σκέψεις είχε ο Θεός πριν δημιουργήσει το σύμπαν;” Κάθε σκέψη του Θεού πρέπει να είχε προκληθεί από την προηγούμενη, αφού ο Ακινάτης μας λέει πως τίποτα δεν μπορεί να αποτελεί αιτία του εαυτού του. Αλλά αφού ο Ακινάτης μας λέει πως μια άπειρη αλληλουχία χωρίς αρχή είναι αδύνατη, τότε ο Θεός πρέπει να είχε μία μοναδική σκέψη που προηγήθηκε όλων των άλλων· δηλαδή πρέπει να υπήρξε ένα σημείο κατά το οποίο εμφανίστηκε ο Θεός. Μπορούμε τότε να αναρωτηθούμε για την αιτία της πρώτης αυτής σκέψης κ.ο.κ. ες αεί.
Υπάρχει και μια τελευταία γραμμή επίθεσης στο κοσμολογικό επιχείρημα. Ας υποθέσουμε πως αγνοούμε το προηγούμενο πρόβλημα και παραδεχόμαστε το επιχείρημα. Ακόμα κι έτσι, πάλι δεν αρκεί ως απόδειξη για την ύπαρξη του Θεού. Ακόμα κι αν δεχθούμε τη λογική του επιχειρήματος, το μόνο που αποδεικνύει είναι ότι υπήρξε μια πρώτη αιτία. Δεν αποδεικνύει πως αυτή η πρώτη αιτία υπάρχει και σήμερα· δεν αποδεικνύει ότι αυτή η πρώτη αιτία ενδιαφέρεται για τους ανθρώπους ή έστω και έχει αντίληψη της ύπαρξής τους· δεν αποδεικνύει πως η πρώτη αιτία είναι παντοδύναμη ή πάνσοφη ή πανάγαθη· ούτε καν αποδεικνύει πως η πρώτη αιτία είναι νοήμονα ή προσωποπαγής. Ένας άθεος θα μπορούσε να δεχθεί όλη αυτή την λογική αλυσίδα και μετά να υποθέσει πως η πρώτη αιτία ήταν ένα φυσικό φαινόμενο.
Το Σύγχρονο Κοσμολογικό Επιχείρημα: William Lane Craig
Βάσει της ίδιας της φύσης της υποθέσεως, ως αιτία του χώρου και του χρόνου, αυτή η υπερφυσική αιτία πρέπει να είναι ένα αναίτιο, αμετάβλητο, άχρονο και άυλο ον το οποίο δημιούργησε το σύμπαν. Πρέπει να είναι αναίτιο αφού δεν μπορεί να υπάρχει μια άπειρη αλληλουχία αιτιών. Πρέπει να είναι άχρονο και άρα και αμετάβλητο (τουλάχιστον εντός του σύμπαντός μας) επειδή δημιούργησε το χρόνο. Επειδή δημιούργησε και τον χώρο πρέπει να τον υπερβαίνει και κατά συνέπεια να είναι άυλο, μη φυσικό και υλικό.
William Lane Craig, "God? A Debate between a Christian and an Atheist”, σελ.5, Oxford University Press, 2004.
Η σύγχρονη εκδοχή του επιχειρήματος του Ακινάτη είναι γνωστή ως “Κοσμολογικό Επιχείρημα του Καλάμ.” Πιο εκλεπτυσμένο από το κλασσικό οντολογικό επιχείρημα, το επιχείρημα του Καλάμ αρχικά προτάθηκε από μουσουλμάνους θεολόγους, αλλά σήμερα χρησιμοποιείται από χριστιανούς απολογητές όπως ο William Lane Craig και προσπαθεί να αποφύγει την κατηγορία της ειδικής έκκλησης που κατέτρεχε τον προκάτοχό του. Συνήθως παίρνει την ακόλουθη μορφή:
Ο Craig συνεχίζει το επιχείρημα περαιτέρω, ισχυριζόμενος ότι ο χώρος και ο χρόνος εμφανίστηκαν μαζί με το σύμπαν, επομένως η αιτία του σύμπαντος πρέπει να υπερβαίνει το χώρο και το χρόνο. Στο τέλος (και με περισσό θράσος) ισχυρίζεται πως η αιτία δεν μπορεί να είναι ένα απρόσωπο φυσικό φαινόμενο αφού, αν οι απαραίτητες συνθήκες υπήρχαν αιώνια, τότε το σύμπαν το ίδιο θα υπήρχε αιώνια και αυτό δεν ισχύει. Η επιστήμη έχει ανακαλύψει πως το σύμπαν έχει πεπερασμένη ηλικία, ξεκινώντας με το Big Bang. Ο Craig λοιπόν, συμπεραίνει πως μόνο ένα πρόσωπο θα μπορούσε ελεύθερα να επιλέξει να δημιουργήσει ένα συμβάν στο χρόνο.
Υπάρχουν πολλά σοβαρά προβλήματα σ'αυτό το επιχείρημα. Το πρώτο είναι η απόδειξη του Craig ότι ένα ουσιαστικό άπειρο δεν μπορεί να υπάρχει στην πραγματικότητα, μια δήλωση που χρησιμοποιεί για να να αποδείξει πως το σύμπαν έχει πεπερασμένη ιστορία και άρα και αρχή. Το επιχείρημα του Craig βασίζεται στις υποτιθέμενες αντιφάσεις που προκύπτουν από την ιδέα ενός ουσιαστικού απείρου. Για παράδειγμα, το σύνολο των αριθμών είναι άπειρο, όπως και το σύνολο των περιττών αριθμών, αλλά αν αφαιρέσουμε το δεύτερο από το πρώτο, το τελικό σύνολο είναι πάλι άπειρο. Επιπλέον ο Craig δηλώνει πως είναι αδύνατο να δημιουργήσουμε ένα άπειρο σύνολο με διαρκή πρόσθεση -όσο κι αν προσθέτουμε 1+1+1+1+..., το σύνολο θα είναι πάντα πεπερασμένο και ποτέ άπειρο. Άρα όσα παρελθοντικά γεγονότα κι αν έχουν συμβεί, είναι απλά ένας πεπερασμένο αριθμός και πρέπει να υπάρχει ένα πρώτο γεγονός που σηματοδοτεί την αρχή του σύμπαντος. Αν και ο Craig επιχειρηματολογεί πως ένα θεωρητικό άπειρο (ένα σύνολο που διαρκώς αυξάνει χωρίς όριο) μπορεί να υπάρξει, αρνείται ότι μπορεί να υπάρχει ένα ουσιαστικό άπειρο στην πραγματικότητα.
Είναι σίγουρο πως ένα ουσιαστικό άπειρο, αν κάτι τέτοιο υπήρχε, θα είχε πολύ παράξενες και αντισυμβατικές ιδιότητες. Κατ'αρχάς ένα τέτοιο σύνολο θα είχε το ίδιο μέγεθος με κάθε υποσύνολό του, η οποία είναι και η πηγή των περισσότερων “παραλογισμών” που επισημαίνει ο Craig. Αλλά αυτό δεν αποδεικνύει πως κάτι τέτοιο είναι αδύνατο, αλλά απλά ότι το ανθρώπινο μυαλό δεν μπορεί να το συλλάβει αποτελεσματικό. Δεν υπάρχει κάποιος νόμος που να επιβάλει στην πραγματικότητα να προσαρμόζεται στις απαιτήσεις μας. Οι περισσότεροι θα θεωρούσαν την ιδέα ότι το φως συμπεριφέρεται και ως σωματίδιο και ως κύμα παράλογη, αλλά ασχέτως η κβαντομηχανική μας έδειξε πως αυτό ισχύει.
Σχετικά με την υποτιθέμενη αδυναμία δημιουργίας ενός απείρου με διαδοχική πρόσθεση, το επιχείρημα του Craig κάνει ένα κρίσιμο σφάλμα. Φυσικά και ένα ουσιαστικό άπειρο δεν μπορεί να δημιουργηθεί με διαδοχικές προσθέσεις, αν κάποιος έχει πεπερασμένο αριθμό βημάτων για να το κάνει. Αλλά ένα ουσιαστικό άπειρο μπορεί να δημιουργηθεί με ένα άπειρο αριθμό διαδοχικών προσθέσεων. Με άλλα λόγια, θα μπορούσε να υπάρχει ένας άπειρος αριθμός γεγονότων πριν το παρόν, το οποίο είναι αυτό που θα περιμέναμε. Μπορεί κάποιος να πει πως αυτό αποδεικνύει πως είναι απαραίτητο να ξεκινήσει κανείς με ένα άπειρο για να παραχθεί ένα άπειρο. Αυτό είναι σωστό, αλλά δεν είναι πρόβλημα αν κάποιος υποθέσει ένα σύμπαν που υπήρχε πάντα ως ξερό γεγονός που δε χρήζει εξήγησης, όπως οι ένθεοι υποθέτουν το ξερό γεγονός ενός αέναου Θεού.
Τέλος, υπάρχει κι ένα πρόβλημα με αυτό το σημείο που ο Craig φαίνεται να μην έχει σκεφτεί και που δείχνει ότι το Κοσμολογικό Επιχείρημα του Καλάμ, παρά τη μεγάλη του επιτήδευση, εξακολουθεί να εδράζεται σε ειδική έκκληση. Πόσα πράγματα ξέρει ο Θεός; Ένας πάνσοφος Θεός προφανώς θα γνώριζε ένα άπειρο αριθμό πραγμάτων. Ομοίως ένας παντοδύναμος Θεός θα μπορούσε να κάνει έναν άπειρο αριθμό ενεργειών. Αλλά αυτά δεν είναι δυνάμει άπειρα· είναι ουσιαστικά άπειρα. Ο αριθμός των πραγμάτων που ο Θεός γνωρίζει ή μπορεί να κάνει δεν είναι διαρκώς αυξανόμενος χωρίς όριο· είναι ήδη όσο μεγάλος μπορεί να είναι. Άρα, όταν ο Craig επιχειρηματολογεί ότι ένα ουσιαστικό άπειρο δεν υπάρχει στην πραγματικότητα, απέδειξε με το ίδιο του το επιχείρημα ότι ο Θεός δεν υπάρχει (τουλάχιστον όχι ένας άπειρος Θεός, όπως τον έχουν συλλάβει τόσοι ένθεοι).
Συνεχίζουμε με το σημείο 3, το οποίο δηλώνει πως το σύμπαν ξεκίνησε να υπάρχει. Ο Craig το θέτει ως εξής: “Η αστροφυσική μας δείχνει πως το σύμπαν ξεκίνησε να υπάρχει με μια μεγάλη έκρηξη ονόματι “Big Bang” περίπου πριν 15 δισεκατομμύρια χρόνια. Ο χώρος και ο χρόνος δημιουργήθηκαν με εκείνο το γεγονός, καθώς και όλη η ύλη και η ενέργεια του σύμπαντος” (σελ.4) Ο Craig έφυγε από τα χωράφια του εδώ. Η θεωρία του Big Bang δεν περιλαμβάνει, ούτε απαιτεί τη δημιουργία του χώρου, του χρόνου, της ύλης ή της ενέργειας εκείνη τη στιγμή εκ του μηδενός. Για να τεθεί απλά, το Big Bang είναι το σημείο κατά το οποίο το σύμπαν όπως το παρατηρούμε σήμερα ήταν υπερβολικά θερμό και πυκνό. Οι τρέχοντες νόμοι της φυσικής καταρρέουν υπό αυτές τις συνθήκες, οπότε δεν γνωρίζουμε τι υπήρχε νωρίτερα. Αλλά αυτό δε σημαίνει πως το ίδιο το σύμπαν εμφανίστηκε σε εκείνο το χρονικό σημείο. Μπορεί να υπήρχε πάντα, ώστε το Big Bang δεν είναι η αρχή, αλλά απλά το πιο παλιό γεγονός στην ιστορία του που μπορούμε να παρατηρήσουμε σήμερα. Σ'αυτή την περίπτωση, το σημείο 3 του κοσμολογικού επιχειρήματος του Καλάμ διαψεύδεται, οπότε καταρρέει ολόκληρο το επιχείρημα.
Είναι αξιοσημείωτο να παρατηρήσουμε πως ο Craig μεταφέρει τα λόγια του Δρ. Stephen Hawking για να στηρίξει τον ισχυρισμό του, αλλά τα αλλοιώνει αφαιρώντας τα συμφραζόμενα. Όπως είχε πει και ο ίδιος ο Hawking, ακόμα και αν υπήρχαν γεγονότα πριν το Big Bang δε θα μας επηρέαζαν.
“Από την οπτική μας γωνία, γεγονότα πριν το Big Bang δεν μπορούν να έχουν επιπτώσεις, άρα δε θα πρέπει να αποτελούν τμήμα ενός επιστημονικού μοντέλου για το σύμπαν. Θα πρέπει λοιπόν να τα αφαιρέσουμε από οποιοδήποτε μοντέλο και να λέμε ότι ο χρόνος ξεκίνησε με το Big Bang. (Stephen Hawking, A Brief History of Time, σελ.49; Bantam Books, 1996)
Με άλλα λόγια, ο Hawking θεωρεί πως θα πρέπει να λέμε πως από την οπτική μας γωνία το Big Bang είναι η στιγμή που ξεκίνησε ο χρόνος. Αυτό δε σημαίνει πως δεν μπορεί να είχαν συμβεί και άλλα γεγονότα πρωτύτερα, αλλά ότι είναι άσκοπο να κάνουμε υποθέσεις αφού δεν μπορούμε να μάθουμε τίποτε γι'αυτά. Αυτό δεν είναι ισοδύναμο με τη δήλωση του Craig πως ο χρόνος δεν υπήρχε πριν το Big Bang [ΣτΜ: Για την ακρίβεια, η Θεωρία των Μεμβρανών το θεωρεί δεδομένο πως υπήρχε χρόνος πριν το Big Bang]. O Craig έχει δίκιο όταν λέει πως η συντριπτική πλειοψηφία του επιστημονικού κόσμου θεωρεί πως το Big Bang συνέβη, ενώ εναλλακτικές υποθέσεις, όπως το μοντέλου της σταθερής κατάστασης δεν στηρίζονται από τα στοιχεία (σελ.8), αλλά αυτό δεν στηρίζει τη δική του ερμηνεία για το τι σημαίνει το Big Bang για τις απαρχές του σύμπαντος. (O Craig επιπλέον αναφέρει εσφαλμένα κοσμολογικές θεωρίες, όπως του παλλόμενου σύμπαντος ή της χαοτικής αέναης διαστολής, όταν ουσιαστικά είναι προσπάθειες να εξηγήσουν τι συνέβη πριν το Big Bang. Πολλές από αυτές τις θεωρίες, σε αντίθεση με του Hawking, όντως υποθέτουν πως τα γεγονότα πριν το Big Bang μπορούν να έχουν παρατηρήσιμες συνέπειες στο σύμπαν).
Ακολουθεί το σημείο 4 που υποστηρίζει πως ό,τι ξεκινά να υπάρχει έχει μια αιτία για την ύπαρξή του. Αλλά ήδη γνωρίζουμε πως αυτό δεν είναι αλήθεια. Όσο παράξενο κι αν ακούγεται, η επιστήμη έχει ανακαλύψει φυσικά αντικείμενα τα οποία ξεκινούν να υπάρχουν αναίτια. Μια κατηγορία τέτοιων αντικειμένων ονομάζονται “εικονικά σωματίδια”. Σύμφωνα με την αρχή της αβεβαιότητας του Heisenberg, το παράγωγο του χρόνου και της ενέργειας πρέπει να είναι πάντοτε πάνω από μία σταθερά. Συνεπώς, όταν παρατηρούμε φαινομενικά κενό χώρο για όλο και μικρότερα χρονικά διαστήματα, ανακαλύπτουμε όλο και βίαιες και όλο και πιο σύντομες διακυμάνσεις ενέργειας. Αφού η ενέργεια ισούται με ύλη σύμφωνα με E = mc2, σε αρκετά μικρές χρονικές περιόδους αυτές οι διακυμάνσεις μπορούν να είναι τόσο βίαιες, ώστε να παράξουν πραγματικά σωματίδια που υπάρχουν για ελάχιστο χρόνο πριν επιστρέψουν στην ανυπαρξία. Τα σωματίδια αυτά δεν είναι υποθετικά, αλλά παράγουν μετρήσιμα αποτελέσματα που μπορούν και έχουν μετρηθεί πειραματικά. Ωστόσο, πραγματικά δεν υπάρχει συγκεκριμένη αιτία για την ύπαρξή τους. Ούτε πρόκειται για μια ανωμαλία χωρίς επιπτώσεις. Κάποιοι φυσικοί έχουν προτείνει υποθέσεις όπου, υπό τις κατάλληλες προϋποθέσεις, ένα παρόμοιο φαινόμενο μπορεί να δημιούργησε το σύμπαν μας.
Προσπαθώντας να απαντήσει σ'αυτό ο Craig κάνει αρκετά λάθη. Πρώτα ισχυρίζεται ότι μερικοί φυσικοί διαφωνούν ότι οι κβαντικές διακυμάνσεις είναι αναίτιες, οπότε δεν πρόκειται για “αποδεδειγμένη εξαίρεση” (σελ.6) αυτού του σημείου. Αλλά δεν είναι αυτό το προβλημα. Για να καταρριφθεί το Επιχείρημα του Καλάμ δεν είναι αναγκαίο να αποδειχθεί πέραν πάσης αμφιβολίας ότι υπάρχουν εξαιρέσεις στα σημεία του· μια τόσο υψηλή απαίτηση άλλωστε είναι αδύνατο να ικανοποιηθεί. Αρκεί να αποδειχθεί ότι μια εξαίρεση είναι δυνατόν να υπάρχει. Αυτό θα σήμαινε πως υπάρχουν εναλλακτικές ερμηνείες για τις απαρχές του σύμπαντος και άρα δεν υπάρχει ανάγκη να υποτεθεί κάποιος υπερφυσικός δημιουργός. Εν πάσι περιπτώσει, αν ο Craig επικαλείται την υποστήριξη της πλειοψηφίας της επιστημονικής κοινότητας για το Big Bang, δεν μπορεί να αγνοεί το βάρος της επιστημονικής άποψης όταν αντικρούει κάποιο άλλο σημείο που θέλει να στηρίξει. Ο Craig αναφέρει μόνο έναν επιστήμονα (τον David Bohm) που θεωρούσε πως οι κβαντικές διακυμάνσεις ήταν ντετερμινιστικές και οι απόψεις του Bohm δεν είναι ευρέως αποδεκτές από τους φυσικούς.
Έπειτα ο Craig ισχυρίζεται πως “ακόμα και με την παραδοσιακή, μη ντετερμινιστική ερμηνεία, τα σωματίδια δεν παράγονται εκ του μηδενός. Προκύπτουν από τις ενεργειακές διακυμάνσεις του υποατομικού κενού· όχι εκ του μηδενός [...] Δημοφιλή άρθρα σε περιοδικά που αναφέρουν για τέτοιες θεωρίες ότι παράγουν “κάτι από το τίποτα” δεν κατανοούν ότι το κενό δεν είναι τίποτα, αλλά μια τρικυμισμένη θάλασσα ενέργειας, προκισμένη με μια πλούσια δομή και υποτελής στους φυσικούς νόμους” (σελ.6). Και πάλι, δεν είναι αυτό το πρόβλημα. Ο Craig φαίνεται να ξεχνάει πως η αντίρρηση δεν είναι αν κάτι μπορεί να παραχθεί εκ του μηδενός, αλλά αν μπορεί να υπάρξει αναίτια. Δεν είναι το ίδιο. Αν άφηνα ένα μάτσο ξύλα στην αυλή μου και γυρνούσα αργότερα κι έβρισκα μια τραπεζαρία, το ότι το τραπέζι παρήχθη από προϋπάρχουσα ξυλεία δε θα το έκανε λιγότερο αναίτιο. Είναι σωστό να λέει πως τα εικονικά σωματίδια παράγονται από το κβαντικό κενό που δεν είναι “τίποτα”, αλλά τότε αυτό θα σήμαινε πως το “τίποτα” όπως γίνεται παραδοσιακά αντιληπτό δεν υπάρχει. Σ'αυτή την περίπτωση, το κενό υπήρχε πάντα και το σύμπαν θα μπορούσε να εμφανιστεί πολύ πιθανώς χωρίς αιτία.
Τέλος, ακόμα κι αν αγνοήσουμε τα ελαττώματα όλων των σημείων και υποθέσουμε πως ο Craig είχε δίκιο ως τώρα (ότι το σύμπαν είχε αιτία και ένα ουσιαστικό άπειρο δεν μπορεί να υπάρξει) πάλι δε θα αρκούσε αυτό να επιβεβαιώσει το Κοσμολογικό Επιχείρημα του Καλάμ. Έχει το ίδιο κρίσιμο ελάττωμα με το κλασσικό Κοσμολογικό Επιχείρημα. Ακόμα κι αν δεχτούμε πως το σύμπαν είχε μια αιτία, πώς γνωρίζουμε πως η αιτία έχει τα χαρακτηριστικά ενός Θεού; Πώς ξέρουμε, για παράδειγμα, πως το σύμπαν δεν είχε ως αιτία μια αέναη, απρόσωπη φυσική δύναμη;
Ο Craig προσπαθεί να αμυνθεί και σ'αυτό το σημείο: “Αν η αιτία ήταν ένα σύνολο αναγκαίων και επαρκών συνθηκών με μηχανιστική λειτουργία, τότε το αίτιο δε θα μπορούσε να υπάρχει χωρίς το αποτέλεσμα. Για παράδειγμα, η αιτία για την οποία το νερό παγώνει είναι ότι η θερμοκρασία είναι κάτω των 0°C. Αν η θερμοκρασία ήταν ανέκαθεν 0° C σε όλο το παρελθόν, τότε όλο το νερό που θα υπήρχε θα ήταν παγωμένο σε όλη την αιωνιότητα. Άρα αν η αιτία είναι αέναα παρούσα, τότε το αποτέλεσμα θα ήταν αενάως παρόν επίσης.” (σελ.5)
Και πάλι ο Craig προσπαθεί να καταρρίψει το λάθος επιχείρημα. Αν η αιτία του σύμπαντος ήταν άχρονη, δε θα υπήρχε “ανέκαθεν σε όλη την αιωνιότητα”. Τέτοιου είδους χρονική γλώσσα δεν έχει νόημα για ένα άχρονο φαινόμενο. Αν ο χρόνος εμφανίστηκε μαζί με το σύμπαν, δε θα είχε κανένα νόημα να ρωτήσει κανείς γιατί το σύμπαν δεν παρήχθη νωρίτερα ή αργότερα. Η αιτία απλά θα υπήρχε και όποτε εμφανιζόταν το σύμπαν αυτό θα σηματοδοτούσε και το χρονικό σημείο t=0 εξ ορισμού. Αν δεχτούμε πως μια άχρονη αιτία μπορεί να παράξει ένα αποτέλεσμα στο χρόνο, δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα. Εναλλακτικά, τι θα γινόταν αν η αιτία είναι κυκλική; Μπορεί να παράγει ένα έγχρονο σύμπαν που υπάρχει για ένα χρονικά διάστημα πριν επιστρέψει σε μια άχρονη κατάσταση, η οποία με τη σειρά της παράγει ένα νέο σύμπαν. Ή τι θα γινόταν αν η αιτία παρήγαγε πολλαπλά σύμπαντα, ώστε το δικό μας να είναι απλά ένα από μια ατελείωτη αλληλουχία που εκτείνεται άπειρα σε ένα άχρονο παρελθόν και άχρονο μέλλον. Ο Craig ούτε καν ασχολείται με αυτές τις πιθανότητες και δε φαίνεται να υπάρχει και τρόπος να τις απορρίψει. Αυτό που θέλω να πω είναι ότι όταν κάποιος μπαίνει σε τέτοιου είδους διανοητική περιοχή, τόσο τεράστια και αχαρτογράφητη πρέπει να είναι πάρα πολύ προσεκτικός. Οι υποστηρικτές του Κοσμολογικού Επιχειρήματος του Καλάμ δεν το κάνουν. Όπως έγραψε και πριν 200 χρόνια ο David Hume, στους “Διαλόγους σχετικά με τη Φυσική Θρησκεία”: “Τι παράδοξο προνόμιο κατέχει αυτή η μικρή αναταραχή του εγκεφάλου που ονομάζουμε σκέψη, που πρέπει να την κάνουμε μοντέλο για ολόκληρο το σύμπαν;” Απολογητές σαν τον Craig καλά θα κάνουν να ακούν τέτοιες προειδοποιήσεις.
O Craig λέει “Ο μόνος τρόπος για μια αιτία να είναι άχρονη και το αποτέλεσμα να ξεκινήσει να υπάρχει στο χρόνο είναι η αιτία να είναι πρόσωπο που μπορεί ελεύθερα να διαλέξει να δημιουργήσει ένα αποτέλεσμα στο χρόνο χωρίς προηγούμενες καθοριστικές συνθήκες” (σελ.5-6) αλλά αυτό είναι απλά ειδική έκκληση. Σε τι βασίζεται η βεβαιότητα ότι ένα πρόσωπο μπορεί να ενεργήσει εκτός χρόνου, αλλά μια απρόσωπη αιτία δεν μπορεί να το κάνει; Δεν έχουμε εμπειρία κανενός είδους αιτίου που να λειτουργεί εκτός χρόνου (πρόσωπο ή μη) άρα ισχυρισμοί για το τι είδους αίτια μπορούν ή όχι να ενεργήσουν εκτός χρόνο είναι πολύ πρώιμοι και αβάσιμοι, για να μην πω κάτι χειρότερο. Φαίνεται πως ο Craig άνετα εξαιρεί την αιτία που προτιμά από μια σωρεία περιορισμών που επιβάλει σε άλλες πιθανές αιτίες χωρίς λόγο.
Για να συνοψίσω, το Κοσμολογικό Επιχείρημα του Καλάμ κατατρέχεται από την ίδια λογική πλάνη, όπως το κλασσικό ξεδερφάκι του· την ειδική έκκληση. Τα βασικά του σημεία είναι εσφαλμένα και ακόμα και αν τα αποδεχθούμε όλα, το συμπέρασμά του πάλι δεν αποδεικνύει πως υπάρχει Θεός, αλλά απλά ότι υπάρχει κάποια αιτία για την ύπαρξη του σύμπαντος. Αν η αιτία αυτή είναι ή όχι απρόσωπη, το Κοσμολογικό Επιχείρημα δε μπορεί να μας το πει, οπότε και δεν μπορεί να αποτελεί απόδειξη για την ύπαρξη του Θεού.
Το Επιχείρημα του Σχεδιασμού
Το Κλασσικό Επιχείρημα του Σχεδιασμού: William Paley
Υποθέστε πως περπατώντας σε ένα λιβαδι χτυπούσα το πόδι μου σε μία πέτρα και με ρωτούσανε πώς βρέθηκε η πέτρα εκεί. Θα μπορούσα να απαντήσω πως απ'όσο ξέρω θα μπορούσε να βρισκόταν εκεί ανέκαθεν· και ούτε θα μπορούσε να αποδείξει κανείς πως η απάντησή μου ήταν παράλογη. Αλλά υποθέστε πως έβρισκα ένα ρολόι στο έδαφος και με ρωτούσαν πώς βρέθηκε εκεί· σίγουρα δε θα απαντούσα με τον ίδιο τρόπο, ότι το ρολόι βρισκόταν εκεί ανέκαθεν. Αλλά γιατί αυτή η απάντηση κάνει για την πέτρα και όχι για το ρολόι; Γιατί επιτρέπεται στην πρώτη περίπτωση και όχι στη δεύτερη; Γι'αυτό το λόγο και για κανένα άλλο: όταν μελετήσουμε το ρολόι, βλέπουμε, αντίθετα με την πέτρα, πως έχει πολλά τμήματα τοποθετημένα μαζί για ένα σκοπό, π.χ. για να παράγουν κίνηση, ώστε να δείχνουν την ώρα της ημέρας και αν τα διάφορα μέρη ήταν τοποθετημένα διαφορετικά, τότε δεν θα παραγόταν κίνηση και δε θα εξυπηρετούσε το σκοπό που έχει τώρα.
William Paley, Natural Theology, 1800
Η τρίτη μεγάλη κατηγορία επιχειρημάτων υπέρ της ύπαρξης του Θεού είναι τα τελεολογικά επιχειρήματα, γνωστά και ως επιχειρήματα εκ σχεδιασμού. Αυτό το επιχείρημα, που στην καλύτερη μορφή του εμφανίστηκε στα έργα του William Paley, είναι παράδειγμα επιχειρήματος βάσει αναλογίας. Στηρίζεται στο ότι τα ανθρώπινα κατασκευάσματα συχνά έχουν πολλά μέρη τα οποία δουλεύουν μαζί για να παράξουν ένα συγκεκριμένο αποτέλεσμα, το οποίο είναι οφθαλμοφανώς ορθό. Το επιχείρημα συνεχίζει πως και ο κόσμος εμφανίζει παρόμοια χαρακτηριστικά, οπότε πρέπει να έχει δημιουργηθεί από έναν ευφυή δημιουργό, ένα ον πολύ ανώτερο από άνθρωπο, μιας και ο κόσμος είναι σαφώς ανώτερος από ο,τιδήποτε έχει σχεδιάσει άνθρωπος. Αυτή η ευφυΐα που κρύβεται πίσω από τη φύση, συμπεραίνει, μπορεί να είναι μόνο ο Θεός.
Το πρώτο πρόβλημα με το επιχείρημα του Paley, που είναι και ιδιαίτερα σοβαρό, είναι το ακόλουθο. Στην κατακλείδα του επιχειρήματός του ο Paley ισχυρίζεται πως έδειξε την ύπαρξη μιας θεότητας που σχεδίασε όχι μόνο τους ζωντανούς οργανισμούς, αλλά τα πάντα. Αλλά στην αρχή του επιχειρήματός του ο Paley αφήνει να εννοηθεί ξεκάθαρα πως αναγνωρίζει το ρολόι ως προϊόν ανθρώπινου σχεδιασμού επειδή με κάποιο τρόπο διαφέρει από το περιβάλλον. Διαφορετικά γιατί να απέρριπτε την πιθανότητα ότι “υπήρχε πάντα εκεί”, που την αποδέχεται άνετα για την πέτρα;
Ωστόσο, αν ένα ρολόι ή οποιοδήποτε άλλο προϊόν ανθρώπινης δραστηριότητας βρίσκουμε στον κόσμο, είναι τόσο ανόμοιο με φυσικά αντικείμενα, αυτό είναι πολύ επιζήμιο για το επιχείρημα του σχεδιασμού που βασίζεται στην αναλογία μεταξύ προϊόντων ανθρώπινου σχεδιασμού και φυσικών αντικειμένων. Όσο πιο μικρή είναι η ομοιότητα μεταξύ των δύο κατηγοριών, τόσο αποδυναμώνεται το επιχείρημα του σχεδιασμού, καθώς και καθίσταται και λιγότερο πιθανό να εξάγουμε έγκυρο συμπέρασμα για έναν σχεδιαστή που έχει κάποια ομοιότητα με τα ανθρώπινα όντα.
Για την ακρίβεια πραγματικά ο κόσμος δε μοιάζει καθόλου με ο,τιδήποτε έχει σχεδιάσει άνθρωπος. Για παράδειγμα, στον φυσικό κόσμο βλέπουμε αντικείμενα να κατασκευάζονται μόνα τους από απλούστερα υλικά, να φτιάχνουν αντίγραφα του εαυτού τους και να επιδιορθώνονται μόνα τους, που μπορούν να κατηγοριοποιηθούν σε κάθετα συσχετιζόμενες κατηγορίες και που μπορούν να προσαρμοστούν σε άγνωστες καταστάσεις. Αυτά τα χαρακτηριστικά δε βρίσκονται συνήθως στα ανθρώπινα κατασκευάσματα.
Η αναλογία του Paley αποδυναμώνεται από τις διαφορές μεταξύ ανθρώπινων κατασκευασμάτων και φυσικών αντικειμένων, αλλά ουσιαστικά καταρρίπτεται από το γεγονος ότι τώρα έχουμε μια λογική εξήγηση για την πολυπλοκότητα της φύσης πέρα από τον ευφυή σχεδιασμό. Όταν προτάθηκε για πρώτη φορά το τελεολογικό επιχείρημα, ο Κάρολος Δαρβίνος δεν είχε ακόμα προτείνει τη θεωρία της εξέλιξης, αλλά τα τελευταία 150 χρόνια έχει συγκεντρώσει μια πληθώρα στοιχείων που την επιβεβαιώνουν καθώς και την συντριπτική υποστήριξη των επιστημόνων. Μόνο με τις απλές αρχές της τυχαίας διαφοροποίησης και της μη τυχαίας επιλογής μπορεί να εξηγηθεί το πώς αλλάζει και διαφοροποιείται η ζωή και πως καταλήγει να προσαρμόζεται ώστε να εξυπηρετήσει κάθε ανάγκη χωρίς να χρειάζεται κάποιος ευφυής σχεδιαστής. (Ειρωνικά, ένα από τα βασικά παραδείγματα του Paley ήταν το μάτι, τη λειτουργία του οποίου ανέλυσε λεπτομερώς για να αποδείξει πως κάτι τέτοιο θα μπορούσε να προκύψει μόνο ως προϊόν σχεδιασμού. Έκτοτε το μάτι έγινε το βασικό παράδειγμα επιτυχίας της εξέλιξης, αφού και ο ίδιος ο Δαρβίνος εξήγησε τα διάφορα σχέδια ματιών στη φύση, από τα απλά μέχρι τα πιο περίπλοκα, και πως μπορεί να προκύψει το ένα από το άλλο με σταδιακές αλλαγές.) Παρόμοιες θεωρίες ανάδυσης, αυτο-οργάνωσης και αυτο-κατασκευής που ερευνούνται τώρα σε πολλά πεδία εξηγούν πως περίπλοκες συμπεριφορές μπορούν να προκύψουν από την αλληλεπίδραση μερικών απλών νόμων, ερμηνεύοντας φυσικά φαινόμενα που δεν μπορεί να ερμηνεύσει η θεωρία της εξέλιξης. Η πρόοδος της επιστήμης κατέστησε το επιχείρημα του σχεδιασμόυ παρωχυμένο.
Εδώ πρέπει να σημειώσουμε κάτι σημαντικό. Αντίθετα με τις αστήρικτες αντιρρήσεις των δημιουργιστών, η εξέλιξη δεν είναι μια αθεϊστική θεωρία. Ούτε αποδεικνύει από μόνη της, ούτε υπονοεί πως δεν υπάρχει σχεδιαστής. Ωστόσο δείχνει πως ένα τέτοιο ον δεν είναι απαραίτητο για να ερμηνευθεί η περιπλοκότητα της ζωής, το οποίο και και αρκεί για να ηττηθεί το επιχείρημα του σχεδιασμού.
Υπάρχουν και άλλες ενστάσεις στο επιχείρημα του σχεδιασμού που, αν και δεν το καταρρίπτουν ακριβώς, το κάνουν απωθητικό σε εκείνους που θα επιθυμούσαν να το χρησιμοποιήσουν. Για παράδειγμα, για ποιο λόγο να υποθέσουμε μονάχα έναν σχεδιαστή;
Στη φύση παρατηρούμε σχέδια που λειτουργούν ανταγωνιστικά· σχέδια που έχουν σκοπό να υπερνικήσουν άλλα σχέδια. Να μερικά παραδείγματα: υπάρχουν παθογόνοι μικροοργανισμοί που προσαρμόζονται για να υπερνικήσουν το ανοσοποιητικό σύστημα, γαζέλες που τρέχουν γρήγορα για να ξεφύγουν από γατόπαρδους και γατόπαρδους που τρέχουν γρήγορα για να πιάνουν γαζέλες, ιούς που οικειοποιούνται τον αναπαραγωγικό μηχανισμό των κυττάρων ώστε να αναπαραχθούν οι ίδιοι, σε σημείο που το κύτταρο εκρήγνυται και σαρκοβόρες πυγολαμπίδες που αντιγράφουν τα φωτεινά σήματα που δείχνουν σεξουαλική διαθεσιμότητα άλλων ειδών, ώστε να κατασπαράξουν τους υποψήφιους μνηστήρες.
Αν αποδεχθούμε το επιχείρημα του σχεδιασμόυ, τότε το λογικό συμπέρασμα είναι ότι δεν υπάρχει μόνο ένας, αλλά πολλοί αντιμαχόμενοι σχεδιαστές. Μερικοί ένθεοι μπορεί να μην έχουν πρόβλημα με αυτό το συμπέρασμα, αλλά άλλοι σίγουρα το θεωρούν απαράδεκτο.
Ένα άλλο συμπέρασμα που μπορεί να εξαχθεί από το επιχείρημα του σχεδιασμού είναι ότι, αν όντως υπάρχει ένας σχεδιαστής, τότε δεν ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για τους ανθρώπους. Ο Paley προσπάθησε να εξάγει τις αγαθές προθέσεις του σχεδιαστή από την ύπαρξη της ευτυχίας στον κόσμο (φτάνοντας στο σημείο να συμπεράνει πως τα σμήνη εντόμων και τα κοπάδια γαρίδων του φαίνονταν πολύ ευτυχισμένα καθώς ζούσαν τις ζωούλες τους) αλλά μια έρευνα που δεν πατάει σε σαθρή θεολογική προκατάληψη θα μας έδειχνε πως στη φύση η ευτυχία σε γενικές γραμμές είναι πολύ λιγότερη από τον πόνο. Όλοι οι ζωντανοί οργανισμοί πρέπει να ανταγωνίζονται άγρια ο ένας τον άλλο για τις λιγοστές πρώτες ύλες. Μια τεράστια γκάμα παθογόνων μικροοργανισμών απειλούν διαρκώς όλα τα ζωντανά όντα. Το κυνήγι είναι ο κανόνας, καθώς όλα τα ζώα πρέπει να σκοτώσουν για να μείνουν ζωντανά. Και πάλι, αν ακολουθήσουμε το επιχείρημα του σχεδιασμού, θα πρέπει να συμπεράνουμε πως όχι μόνο υπάρχουν πολλοί σχεδιαστές, αλλά κάποιοι είναι απλά κακοπροαίρετοι.
Το τελικό ελάττωμα του επιχειρήματος του σχεδιασμού είναι ότι, όπως και το κοσμολογικό επιχείρημα, βασίζεται στην ειδική έκκληση. Υποθέτει πως ο περίπλοκος και λεπτομερής κόσμος στον οποίο ζούμε πρέπει να είναι το έργο ενός σχεδιαστή. Αλλά σίγουρα το μυαλό ενός όντος που θα μπορούσε να σχεδιάσει έναν τέτοιο κόσμο πρέπει να είναι ακόμα πιο περίπλοκο από τον κόσμο (το αντίθετο είναι να παραδεχθεί κανείς πως κάτι απλό μπορεί να δημιουργήσει κάτι πιο περίπλοκο, που είναι πολύ προβληματικό για τα επιχειρήματα σχεδιασμού). Ποιος σχεδίασε το μυαλό του Θεού; Αν η απάντηση είναι πως ο Θεός δε χρειάζεται σχεδιαστή για να αιτιολογήσει την ύπαρξή του, τότε γιατί χρειάζεται η φύση;
Το Σύχρονο Επιχείρημα του Σχεδιασμού: Michael Behe
Το αθροιστικό αποτέλεσμα αυτών των προσπαθειών να ερευνηθεί το κύτταρο, να ερευνηθεί η ζωή στο μοριακό επίπεδο, είναι μια δυνατή, καθαρή, διαπεραστική κραύγη που φωνάζει “σχεδιασμός!” [...] Γιατί δεν αποδέχεται όλη η επιστημονική κοινότητα αυτή την εκπληκτική ανακάλυψη; Γιατί τον παρατηρούμενο σχεδιασμό όλοι τον χειρίζονται με σκεπτικιστικά γάντια; Το δίλημμα είναι ότι ενώ η μια πλευρά του ελέφαντα ονομάζεται ευφυής σχεδιασμός, η άλλη πλευρά μπορεί να ονομάζεται Θεός.
Michael Behe, Darwin's Black Box, σελ.232-233, The Free Press, 1996.
Διακόσια χρόνια αργότερα και το επιχείρημα του σχεδιασμού έχει αλλάξει ελάχιστα. Η σύχρονη εκδοχή, που προτάθηκε από τον βιοχημικό Michael Behe, είναι σχεδόν ακριβώς ίδια με του Paley. Η μόνη διαφορά είναι ότι ο Behe παραδέχεται πως η εξέλιξη θα μπορούσε να δημιουργήσει την περιοπλοκότητα σε μακροσκοπικό επίπεδο, που ο Paley τη θεωρούσε απόδειξη σχεδιασμού, και στρέφει το βλέμμα του στα μικροσκοπικά επίπεδα μέσα στα κύτταρα, στα μοριακά συγκροτήματα που ευθύνονται για λειτουργίες όπως η κίνηση των βακτηριδίων ή η πήξη του αίματος. Αυτές οι δομές, ισχυρίζεται ο Behe, είναι πολύ περίπλοκες για να έχουν παραχθεί με την εξέλιξη. Ο Behe ονομάζει αυτό το κριτήριο “μη ελαττώσιμη περιπλοκότητα”· αν ένα σύστημα αποτελείται από πολλά αλληλένδετα μέρη που όλα απαιτούνται για να τη λειτουργία του συστήματος, τότε αυτό το σύστημα δε θα μπορούσε να παραχθεί από σταδιακή εξέλιξη και πρέπει να έχει σχεδιαστεί.
Κάποιος μπορεί να το μπερδέψει αυτό με το επιχείρημα του Θεού των Κενών. Όταν η γνώση μας για ένα σύστημα αυξηθεί σε σημείο ώστε να μη μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως παράδειγμα σχεδιασμού, απλά προχωράμε στο επόμενο ελλειπώς κατανοητό σύστημα και να ισχυριστούμε ότι αυτό είναι η νεότερη αδιαμφισβήτητη απόδειξη σχεδιασμού. Είναι ορθή κατηγορία κατά του επιχειρήματος του σχεδιασμού, αλλά το επιχείρημα είναι λανθασμένο σε πιο θεμελιώδες επίπεδο. Είναι γεγονός πως η εξέλιξη μπορεί να παράξει μη ελαττώσιμα περίπλοκες δομές, ένα γεγονός που έχει παρατηρηθεί και σε ζωντανούς οργανισμούς, αλλά και σε εξελικτικές προσωμειώσεις σε υπολογιστή με τους λεγόμενους “γενετικούς αλγόριθμους”. Για παραδείγματα δείτε αυτή την ανάρτηση που περιγράφει την εξέλιξη ενός νέου, μη ελαττώσιμα περίπλοκου ενζύμου πολλαπλών βημάτων για την διάσπαση μιας ανθρωπογενούς τοξίνης ή αυτό το άρθρο που περιγράφει τη δημιουργία βάσει γενετικού αλγορίθμου, ενός μη ελαττώσιμα περίπλοκου κυκλώματος που αποτελείται από 37 λογικές θύρες.
Πώς μπορεί μια εξελικτική διαδικασία να παράξει ένα μη ελαττώσιμα περίπλοκο σύστημα; Υπάρχουν τρεις τρόποι. Τον πρώτο μπορούμε να τον συμπτύξουμε στην έννοια “σκαλωσιά”. Επιπλέον μέρη στηρίζουν ένα μερικώς λειτουργικό σύστημα μέχρι να ολοκληρωθεί η κατασκευή του, οπότε οι “σκαλωσιές” παύουν να χρειάζονται και απομακρύνονται από τη φυσική επιλογή. Η δεύτερη είναι η αλλαγή χρήσης, ένας σημαντικός εξελικτικός μηχανισμός, γνωστός από την εποχή του Δαρβίνου ακόμα. Ένα σύστημα που αρχικά εκτελούσε μια συγκεκριμένη εργασία, μετατρέπεται για να επιτελεί μια νέα λειτουργία, ξεκινώντας με πολλαπλά λειτουργικά μέρη κατ'ευθείαν, χωρίς να χρειάζεται να τα αποκτήσει ένα-ένα. Τέλος υπάρχει και η περίπτωση που η βελτίωση καθίσταται ανάγκη, όπου ένα σύστημα είναι αρχικά είναι απλά ευεργετικό, αλλά καθώς αυξάνεται η περιπλοκότητά του καθίσταται απαραίτητο. Όλοι αυτοί οι μηχανισμοί έχουν εμπλακεί στην παραγωγή περίπλοκων μοριακών δομών.
Σε αντίθεση με τον Paley, που έλεγε σαφώς πως ο σχεδιαστής ήταν ο Θεός, οι σύγχρονοι υποστηρικτές του ευφυούς σχεδιασμού συνήθως υπεκφεύγουν όταν ρωτούνται ποιος πιστεύουν πως ήταν ο σχεδιαστής (το παραπάνω κείμενο είναι μια σπάνια εξαίρεση). Αυτή είναι μια νομικίστική τακτική, όχι θεολογική. Ελπίζουν να γλιτώσουν από τις αναπόφευκτες προσφυγές στα δικαστήρια για τη διδασκαλία του ευφυούς σχεδιασμού στα σχολεία, αποδεύγοντας άμεση συσχέτισή του με τη θρησκεία. Ασχέτως, αν τα σύχρονα επιχειρήματα σχεδιασμού είναι να χρησιμοποιηθούν ως αποδείξεις για την ύπαρξη του Θεού, πρέπει να αντιμετωπίσουν τις ίδιες θεολογικές αντιρρήσεις που κατατρέχουν και το επιχείρημα του Paley. Δεδομένου του τι βλέπουμε στη φύση, γιατί να συμπεράνουμε έναν άπειρο δημιουργό, αντί για πολλούς πεπερασμένους και αντιμαχόμενους; (το μαστίγιο των βακτηριδίων, που έχει γίνει εικόνισμα του κινήματος του ευφυούς σχεδιασμού, είναι παρόμοιο με το σύστημα που χρησιμοποιούν παθογόνα βακτήρια για τη διάδοση τοξινών). Και πως θα αντιμετωπίσουν οι υποστηρικτές του την κατηγορία της ειδικής έκκλησης που προκύπτει από την απαίτησή τους τα περίπλοκα φυσικά συστήματα να αποτελούν προϊόν σχεδιασμού, αλλά το πολύ πιο περίπλοκο μυαλό του σχεδιαστή να εξαιρείται χωρίς αιτιολόγηση;
Το ηθικό επιχείρημα
Το κλασσικό ηθικό επιχείρημα: Immanuel Kant
Also ist das höchste Gut in der Welt nur möglich, so fern eine oberste Ursache der Natur angenommen wird, die eine der moralischen Gesinnung gemäße Causalität hat. Nun ist ein Wesen, das der Handlungen nach der Vorstellung von Gesetzen fähig ist, eine Intelligenz (vernünftig Wesen) und die Causalität eines solchen Wesens nach dieser Vorstellung der Gesetze ein Wille desselben. Also ist die oberste Ursache der Natur, so fern sie zum höchsten Gute vorausgesetzt werden muß, ein Wesen, das durch Verstand und Willen die Ursache (folglich der Urheber) der Natur ist, d. i. Gott.
Συνεπώς το υπέρτατο καλό είναι δυνατόν σε ένα κόσμο μόνο υποθέτοντας ένα υπέρτατο Ον ως αιτία της ηθικής. Ένα ον που μπορεί να ενεργεί βάσει της σύλληψης νόμων είναι ευφυές (ένα έλλογο ον) και η αιτιότητα ενός τέτοιου όντος βάσει αυτής της σύλληψης νόμως είναι η θέλησή του· άρα η υπέρτατη αιτία της φύσης, που πρέπει να προϋποτεθεί ως συνθήκη του υπέρτατου καλού, είναι ένα ον που είναι η αιτία της φύσης βάσει ευφυΐας και θελήσεως και κατα συνέπεια συγγραφέας της [φύσης], που είναι ο Θεός.
Immanuel Kant, Kritik der praktischen Vernunft,
βιβλίο ΙΙ, κεφ. V, σελ.125 (γραμμες 15-22), 1788
Βάσει της Αγγλικής μετάφρασης του Thomas Kingsmill Abbott
Τα ηθικά επιχειρήματα, η τελευταία μεγάλη κατηγορία των επιχειρημάτων υπέρ της ύπαρξης Θεού, είναι δύο ειδών. Το πρώτο, όπως αναπτύσσεται στα κείμενα φιλοσόφων, π.χ. την “Κριτική του Πρακτικού Λόγου” του Immanuel Kant, υποστηρίζει πως υπάρχει ηθική τάξη στον κόσμο και πως η ύπαρξή της μπορεί να εξηγηθεί μονάχαρα από την ύπαρξη ενός θεϊκού νομοθέτη. Σε άλλα απολογητικά έργα το επιχείρημα παίρνει τη μορφή ισχυρισμού πως κάθε κρίση περί καλού και κακού προϋποθέτει την ύπαρξη Θεού, αφού μπορούμε να κρίνουμε το πόσο καλό είναι κάτι μόνο συγκρίνοντάς το με το Θεό, που είναι το ανώτερο καλό.
Φυσικά υπάρχουν κάποιοι άθεοι που αρνούνται ότι η ηθική είναι κάτι που υπάρχει και, παρόλο που αυτό θα διέλυε το ηθικό επιχείρημα, πιστεύω πως μια τέτοια νίκη θα είχε πολύ μεγάλο τίμημα. Μια καλύτερη λύση είναι να αναγνωρίσουμε πως η αθεΐα είναι πλήρως συμβατή με μια παγκόσμια, αντικειμενική ηθική φιλοσοφία, μια φιλοσοφία χτισμένη στη λογική, την ενσυναίσθηση και την αναγνώριση της κοινής ανθρώπινης φύσης μας. ”Το Άρρητο Καρότο και το Άπειρο Μαστίγιο” εξηγεί περισσότερο αυτό το ηθικό σύστημα και δείχνει για ποιο λόγο δεν απαιτείται Θεός για να αιτιολογήσει την ύπαρξή του.
Για την ακρίβεια, θα μπορούσε να υποστηριχθεί πως η αθεΐα είναι καλύτερο θεμέλιο για μια αντικειμενική ηθική από το θεϊσμό. Ο λόγος γι'αυτό είναι ότι όταν υποθέσουμε, όπως κάνουν οι ένθεοι, ότι ένα ον είναι η υπέρτατη πηγή ηθικής, τότε βρισκόμαστε αντιμέτωποι με το Δίλημμα του Ευθύφρoνα: Ο Θεός εγκρίνει κάτι επειδή είναι καλό ή είναι καλό επειδή το εγκρίνει ο Θεός; Αν ισχύει το πρώτο, τότε υπάρχει αντικειμενική ηθική πέρα από το Θεό και μπορούμε να τον παρακάμψουμε για να αντλήσουμε την ηθική μας απ'ευθείας από εκεί. Αν ισχύει το δεύτερο, τότε το καλό και το κακό βασίζεται αποκλειστικά στα καπρίτσια του Θεού και δεν υπάρχει γνήσια αντικειμενική ηθική, οπότε δεν υπάρχει καθόλου ηθική. Υπό αυτό το πρίσμα, το ηθικό επιχείρημα αυτοαναιρείται.
Το Σύγχρονο Ηθικό Επιχείρημα: C.S. Lewis
[...] γνωρίζουμε πως οι άνθρωποι υπόκεινται σε έναν ηθικό νόμο, τον οποίο δεν έφτιαξαν και δεν μπορούν να ξεχάσουν ακόμα και όταν προσπαθούν και τον οποίο γνωρίζουν πως θα έπρεπε να υπακούν. [...] Αν υπάρχει μια δύναμη έξω από το σύμπαν [...] ο μόνος τρόπος με τον οποίο θα περιμέναμε να εμφανίζεται είναι μέσα μας, ως μια επιρροή ή μια εντολή που προσπαθεί να μας κάνει να συμπεριφερόμαστε με έναν συγκεκριμένο τρόπο. Και αυτό ακριβώς είναι που βρίσκουμε μέσα μας.
C.S. Lewis, Mere Christianity, σελ.19, The Macmillan Company, 1960.
Μια ελαφρά διαφορετική εκδοχή του ηθικού επιχειρήματος που προωθούν ένθεοι όπως ο C. S. Lewis λέει πως υπάρχει ένας πανανθρώπινος ηθικός νόμος, ένα πρότυπο ορθού και λανθασμένου, το οποίο όλα τα ανθρώπινα όντα το αντιλαμβάνονται διαισθητικά, ακόμα κι αν κάποιοι επιλέγουν να το παραβιάσουν. Οι υποστηρικτές του επιχειρήματος αυτούς ισχυρίζονται πως αυτή η ηθική αντίληψη θα μπορούσε να τη βάλει μέσα μας μόνο ο Θεός.
Το πιο σοβαρό πρόβλημα με αυτό το επιχείρημα είναι ότι δεν αντιλαμβάνονται όλοι οι άνθρωποι τους ίδιους ηθικούς κανόνες, όπως αποδεικνύει ακόμη και μια επιπόλαια ματιά στην ανθρώπινη ιστορία. Πολυγαμία, φυλετικός διαχωρισμός, δουλεία, ρατσισμός, βία ως μορφή σωφρονισμού, βρεφοκτονία, αιμομιξία, παιδοφιλία, ανθρωποθυσίες, τελετουργικές αυτοκτονίες, τελετουργικοί φόνοι, κανιβαλισμός, γενοκτονία· σε διάφορες κοινωνίες σε όλη την ανθρώπινη ιστορία ήταν πράγματα που όχι μόνο ήταν γενικώς αποδεκτά, αν συχνά και ενθαρρύνονταν. Καμία από αυτές τις κοινωνίες δεν έδειχνε να νιώθει πως έκανε κάτι λάθος. Πολλές δικαιολογούσαν τις πράξεις επικαλούμενοι το θεό τους. Κάποιες κοινωνίες απέρριπταν τη βία κάθε είδους, ενώ άλλες ενθάρρυναν τον πόλεμο και τη στρατοκρατία. Κάποιες προωθούσαν τον ελεύθερο λόγο και τα ατομικά δικαιώματα, ενώ άλλες θεσμοθετούσαν τον κομφορμισμό και την ανωτερότητα της πολιτείας. Ακόμα και σήμερα γίνονται εντονότατες συζητήσεις για θέματα όπως ο γάμος ομοφυλοφίλων, η έκτρωση, η θανατική καταδίκη, η σεξουαλική διαπαιδαγώγηση, η νομιμοποίηση των ναρκωτικών, η χρήση αντισυλληπτικών και η ευθανασία. Το να ισχυρίζεται κανείς πως ο Θεός είναι υπεύθυνος για το πανανθρώπινο αίσθημα σωστού και λάθους δεν εξηγεί γιατί υπάρχει και πάντα υπήρχε τέτοια διαφωνία ως προς την ηθική.
Από την άλλη, η αθεΐα μπορεί να συμπεριλάβει και την ύπαρξη ενός ηθικού νόμου και το γεγονός ότι δεν τον αντιλαμβάνονται όλοι οι πολιτισμοί και όλοι οι άνθρωποι. Η εξήγηση είναι σαφής: η ηθική δεν είναι κάτι που εμφυτεύεται στην καρδιά του κάθε ανθρώπου από κάποιον δημιουργό, αλλά κάτι που προκύπτει από προσεκτική διαβούλευση και τη λογική κατανόηση της θέσης μας στον κόσμο και των μεταξύ μας σχεσεων. Δεν υπάρχει λόγος να περιμένουμε κάτι τέτοιο να γίνεται άμεσα αντιληπτό από όλους, όπως και δεν υπάρχει λόγος να περιμένουμε οι νόμοι της φυσικής να είναι άμεσα αντιληπτοί από όλους.
Το Υπερβατικό Επιχείρημα
Το Σύγχρονο Υπερβατικό Επιχείρημα: Cornelius Van Til
Αυτός που πιστεύει στο Χριστό πρέπει λοιπόν να βάλει τον εαυτό του στη θέση του άπιστου. Έπειτα ο πιστός μπορεί να δείξει ότι ο άπιστος δεν έχει μέρος να σταθεί για να αντιμετωπίσει τη χριστιανική θέση. Ο άπιστος πρέπει να προϋποθέσει την αλήθεια της χριστιανικής άποψης για να μπορέσει να την αρνηθεί. Αν ο άπιστος δε μετανοήσει και με ταπεινή πίστη παραδεχθεί την αυθεντία του Χριστού όπως μιλάει στις Γραφές, δεν μπορεί να πει τίποτα ως ερμηνευτής του κόσμου ή για τον κόσμο όπως τον ερμηνεύει ο ίδιος. Η σύγχρονη σκέψη, όταν δε βασίζεται στην προϋπόθεση της αλήθειας του Χριστιανισμού, είναι χαμένη στο σκοτάδι. Ο Χριστιανισμός είναι η μόνη εναλλακτική πέρα από το χάος.
Cornelius Van Til, A Christian Theory of Knowledge, σελ.310, Presbyterian and Reformed Publishing Company, 1969.
Η τελευταία κατηγορία επιχειρημάτων για το Θεό είναι τα υπερβατικά (ή επιχειρήματα προϋπόθεσης). Αυτή η κατηγορία διαφέρει από τις άλλες, υπό την έννοια ότι είναι το μόνο πραγματικά καινούριο στη λίστα μας. Μπορεί να έχει προγόνους στην ιστορία, αλλά η ολοκληρωμένη του μορφή εμφανίστηκε μόλις στα μέσα του 20ου αιώνα από απολογητές, όπως ο Cornelius Van Til και ο Gordon Clark.
Αυτού του είδους το επιχείρημα είναι καινούριο για άλλο ένα σημαντικό λόγο: ενώ οι προηγούμενες τέσσερις κατηγορίες επιχειρημάτων δέχονται την ύπαρξη της αθεΐας ως θέση και προσπαθούν να δείξουν για ποιο λόγο είναι ψευδής, το υπερβατικό επιχείρημα στην ουσία αρνείται ότι η αθεΐα καν υφίσταται ως θέση. Αντ'αυτού υποστηρίζει πως η αθεΐα (ή οποιαδήποτε θέση πλην της χριστιανικής) είναι τελικά τόσο ασυνάρτητη που οι οπαδοί της μπορούν να επιχειρηματολογήσουν μόνο δανειζόμενοι τις αρχές του Χριστιανισμού. Οι υπερβατικοί απολογητές δηλώνουν πως ο Χριστιανικός Θεός είναι η μόνη δυνατή πηγή που δικαιολογεί όλη τη γνώση για τον κόσμο και οι άθεοι και οι λοιποί άπιστοι μπορούν να μάθουν το οτιδήποτε υποθέτοντας την ύπαρξη του Χριστιανικού Θεού, παρόλο που αρνούνται ότι αυτό είναι που κάνουν.
Αυτό το δοκίμιο προσπαθεί να αποδείξει ότι όλα τα επιχειρήματα για την ύπαρξη του Θεού βασίζονται εν τέλει σε λογικές πλάνες και το υπερβατικό επιχείρημα δεν διαφέρει. Εκεί που το οντολογικό επιχείρημα βασίζεται σε κυκλική λογική, το κοσμολογικό επιχείρημα και το επιχείρημα του σχεδιασμού σε ειδική έκκληση, το υπερβατικό επιχείρημα βασίζεται στη λογική του ψευδούς διλήμματος, την οποία καθιστά προφανή το προηγούμενο απόσπασμα. Ο ισχυρισμός του Van Til είναι ότι ο Χριστιανισμός (συγκεκριμένα ο Προτεσταντικός Χριστιανισμός) είναι η μόνη εναλλακτική του να πιστεύεις πως όλα βασίζονται στην τύχη και εν τέλει δεν είναι γνώσιμα. Αυτό είναι καταφανώς παράλογο. Για να αναφέρω μερικά παραδείγματα, το θα εμπόδιζε έναν Εβραίο, έναν Μουσουλμάνο, ένα Μορμόνο ή έναν Ινδουιστή να χρησιμοποιήσει το υπερβατικό επιχείρημα για τη θρησκεία του και να δηλώσει πως ο Χριστιανισμός είναι που υποθέτει την αλήθεια της δικής τους κοσμοθεωρίας;
Επιπλέον, ακόμα κι αν κάποιος θεωρήσει πως η αθεΐα είναι η μόνη εναλλακτική στο Χριστιανισμό, δεν είναι αλήθεια πως η επιλογή είναι μεταξύ Χριστιανισμού και χάους. Ελάχιστοι άθεοι, αν καν υπάρχουν, θα λέγανε πως ο κόσμος είναι αποτέλεσμα “χάους”. Οι περισσότεροι άθεοι θεωρούν τον κόσμο αναδυόμενο αποτέλεσμα κανονικότητας και τύχης, κυβερνώμενο από ακλόνητες αρχές -νόμους της φύσης- που μπορούμε να ανακαλύψουμε. Δεν υπάρχει λόγος κάποιος να είναι άθεος και να μην το υποστηρίζει αυτό· άλλωστε αυτό συμβαίνει στις περισσότερες περιπτώσεις. Η δήλωση του Van Til ότι ένας άθεος πρέπει να πιστεύει ότι “ο χρόνος και η τύχη... είναι οι υπέρτατες αρχές της ατομικότητας” (σελ. 320) είναι καταφανώς λανθασμένη· χώρια ότι είναι και ένας ξεδιάντροπος αχυράνθρωπος.
Για να τελειώσουμε με το υπερβατικό επιχείρημα, αυτό το δοκίμιο θα εξηγήσει λίγο πιο λεπτομερώς από πού προέρχονται οι αξίες ενός άθεου και για ποιο λόγο δεν προϋποθέτουν την ύπαρξη οποιασδήποτε θεότητας. Θα ξεκινήσουμε με τους βασικούς νόμους της λογικής, οι οποίοι είναι ακριβείς περιγραφές αναγκαίων αληθειών που ισχύουν σε κάθε πιθανό κόσμο. Δεν είναι ούτε τυχαίοι, ούτε βασίζονται σε κάτι άλλο για την ύπαρξή τους. Δε θα διέφεραν είτε υπήρχε Θεός, είτε όχι, ούτε και θα μπορούσε να τους αλλάξει ένας θεός, ακόμα και αν υπήρχε. Παρομοίως, λογικές πλάνες (προτάσεις που παραβιάζουν τους νόμους της λογικής) είναι αναγκαίως λανθασμένες σε όλους τους πιθανούς κόσμους. Ούτε ο Θεός δε θα μπορούσε να είναι Δευτέρα και όχι-Δευτέρα την ίδια στιγμή. Ούτε και χρειάζεται Θεός για να καταλάβουμε ότι αν ισχύει μια πρόταση P και “αν P, τότε Q” αυτό σημαίνει ότι το Q ισχύει.
Μετά μπορούμε να στραφούμε στο γενικότερο ζήτημα του πώς συλλογιζόμαστε και πώς συγκεντρώνουμε γνώσεις για τον κόσμο. Μαθαίνουμε να συλλογιζόμαστε παρατηρώντας παραδείγματα του πώς δουλεύει ο κόσμος και κάνοντας γενικεύσεις από τα παραδείγματα αυτά για μελλοντική χρήση. Αν μια γενίκευση παύσει να ισχύει, ψάχνουμε για σχετικές διαφορές μεταξύ των περιπτώσεων όπου ίσχυε και εκείνων όπου δεν ισχύει και αν δεν υπάρχουν μπορούμε να συμπεράνουμε πως η γενίκευση απλά ήταν λανθασμένη και την απορρίπτουμε. Κανένας θεός δεν χρειάζεται για να εξηγήσει γιατί δουλεύει αυτή η διαδικασία από τη στιγμή που υπάρχουν φυσικοί νόμοι που δεν αλλάζουν από τη μία στιγμή στην άλλη. Οι γενικεύσεις μας, αν είναι σωστές, απλά θα είναι ακριβείς περιγραφές των νόμων αυτών.
Η τυποποιημένη μορφή αυτής της καθημερινής διαδικασίας ονομάζεται “επιστήμη” και πάλι βρίσκουμε πως οι θεϊστές δεν έχουν κάποιο πλεονέκτημα εδώ. Η επιστήμη δεν προϋποθέτει την ύπαρξη ενός Θεού (για την ακρίβεια, όσο την αφορά το θέμα, η επιστήμη υποθέτει, αν όχι την ανυπαρξία, τουλάχιστον την απουσία Θεού). Αυτό συμβαίνει επειδή η επιστήμη είναι μια επαγωγική διαδικασία και η επαγωγή δουλεύει μόνο όταν η εμπειρίες από το παρελθόν μπορούν να εφαρμοστούν στο μέλλον -με άλλα λόγια, όταν υπάρχουν σταθεροί φυσικοί νόμοι. Η επαγωγή δε δουλεύει όταν μπορούμε να υποθέσουμε πως μπορεί να συμβεί ένα θαύμα ανά πάσα στιγμή. Αυτό δε σημαίνει πως ένας πιστός δε μπορεί να είναι επιστήμονας. Αλλά σημαίνει πως ακόμα και ο πιστός, αν ασχολείται με την επιστήμη, δεν μπορεί να υποθέτει πως ο Θεός επεμβαίνει στα κρυφά ανά πάσα στιγμή, πως αλλοιώνει τους φυσικούς νόμους και αλλάζει τα αποτελέσματά του, διαφορετικά δε θα μπορούσε να μάθει τίποτα, αν ίσχυε αυτή η υπόθεση. Οι επιστήμονες δε χρειάζεται να είναι υλιστές φιλοσοφικά, αλλά χρειάζεται να είναι υλιστές μεθοδολογικά. Υπό αυτή την οπτική γωνία, ούτε η αθεΐα, ούτε ο θεϊσμός είναι ανώτερος ως κοσμοθεωρία που μας επιτρέπει να αποκτήσουμε γνώση για τον κόσμο.
Ωστόσο μπορεί να ειπωθεί πως η αθεΐα αιτιολογεί καλύτερα την αποτελεσματικότητα της επιστήμης. Ένας πιστός που είναι επιστήμονας μπορεί να υποθέσει πως δε συνέβησαν κρυφά θαύματα ενώ έκανε κάποιο πείραμα, οπότε τα αποτελέσματά του είναι έγκυρα, αλλά για ποιο λόγο να το υποθέσει αυτό; Εκτός κι αν ο πιστός πιστεύει σε ένα θεό που η βούλησή του είναι και γνώσιμη και απολύτως γνωστή, δεν έχει βάση για να πει πως ο θεός του δεν μπορεί να αλλάξει εντελώς τους νόμους της φύσης ανά πάσα στιγμή. Αντίθετα, ένας άθεος μπορεί να θεωρεί με συνέπεια πως οι νόμοι της φύσης είναι ακριβείς περιγραφές του πώς λειτουργεί η πραγματικότητα και δεν μπορούν να αλλάξουν, αφού δεν υπάρχει τίποτα “ανώτερο” από αυτούς που να έχει τη δύναμη να τους αλλάξει. Υπό αυτή την οπτική γωνία, το υπερβατικό επιχείρημα όχι μόνο δεν μπορεί να σταθεί, αλλά ισχύει το ακριβώς αντίθετο· με την αθεΐα και όχι το θεϊσμό μπορούμε να περιμένουμε να αποκτήσουμε ακριβείς και αληθείς γνώσεις για τον κόσμο.
Τέλος, ας αναλογιστούμε και τη θνητότητα. Πολλοί ένθεοι έχουν ισχυριστεί κατά καιρούς πως πρέπει να προϋποθέσουμε το Θεό για να κατανοήσουμε τη θνητότητα, ότι χωρίς πίστη σε έναν παντοδύναμο νομοθέτη δεν υπάρχει λόγος οι άνθρωποι να συμπεριφέρονται καλά ο ένας στον άλλο, αντί να ακούν την εγωιστική φύση τους. Ωστόσο, εγώ θεωρώ πως ισχύει το ακριβώς αντίθετο. Κάθε ανήθικη πράξη μπορεί να δικαιολογηθεί με το να ισχυριστούμε πως είναι εντολή μιας ανώτερης δύναμης και η πίστη πως θα αποδοθεί δικαιοσύνη στο επέκεινα δεν βοηθά την βελτίωση της ανθρώπινης κατάστασης στον υλικό κόσμο. Από την άλλη η πεποίθηση πως η ανθρώπινη ευτυχία είναι ο μόνος άξιος στόχος δεν επιτρέπει τόσο άνετες αιτιολογήσεις για κακές συμπεριφορές και η αναγνώριση ότι δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία για θεία δικαιοσύνη μας οδηγεί να εργαστούμε σκληρότερα, αφού η βελτίωση της ζωής μας εξαρτάται αποκλειστικά από εμάς. Ο θεϊσμός μπορεί να είναι συμβατός με την ηθική, αλλά η αθεΐα την απαιτεί.
Άλλα επιχειρήματα
Το Τρίλημμα του Κυρίου/Ψεύτη/Τρελού
Ο Ιησούς έκανε κάποιες ιδιαίτερες δηλώσεις για την θεία φύση Του. Συμπεράναμε πως είναι αδύνατο να δηλώσουμε πως ήταν απλώς ένας καλός ηθικός διδάσκαλος. Από τις συναρπαστικές Του δηλώσεις πρέπει να συμπεράνουμε πως ήταν είτε ψεύτης, είτε παράφρων, είτε Θεός. Αφού τα πρώτα δύο είναι αδιανόητα, αρχίσαμε να εξετάζουμε την τρίτη εναλλακτική. Αν είναι αλήθεια, πρέπει να δούμε αν έχει τα απαραίτητα προσόντα για να στηρίξει τους ισχυρισμούς Του.
Patrick Zukeran, The Uniqueness of Jesus
Εκτός από τις μεγάλες κατηγορίες επιχειρημάτων που ήδη συζητήσαμε, υπάρχουν και μερικά πιο συγκεκριμένα επιχειρήματα υπέρ του θεϊσμού. Για παράδειγμα μερικοί Χριστιανοί απολογητές υπερασπίζονται το Χριστιανισμό με ένα επιχείρημα του στυλ του τριλήμματος “Κύριος/Ψεύτης/Τρελός”. Εν συντομία το επιχείρημα αυτό δηλώνει πως ο Ιησούς ισχυρίστηκε πως ήταν Θεός και υπάρχουν τρεις λόγοι γι'αυτό: είτε έλεγε την αλήθεια, ήταν ψευδόταν εν γνώσει του, είτε αυταπατόταν και ήταν τρελός. Αλλά, όπως λέει το επιχείρημα, ο Ιησούς της Καινής Διαθήκης σίγουρα δε συμπεριφορόταν σαν τρελός, ενώ η άμεμπτη συμπεριφορά του και το μεγαλείο της ηθικής τους διδασκαλίας και η άρνησή του να μετανοήσει ακόμα και όταν τον απειλούσαν με θάνατο, καθιστούν δύσκολο να πιστέψουμε πως ψευδόταν. Η μόνη επιλογή που μένει είναι ότι ο Ιησούς έλεγε την αλήθεια για το ποιος ήταν και κατά συνέπεια πρέπει να ήταν Θεός.
Ωστόσο, πρόκειται για ένα ψευδές τρίλημμα. Παραβλέπει μια τέταρτη πιθανότητα· Κύριος, Τρελός, Ψεύτης ή Θρύλος. Πώς μπορούμε να ξέρουμε πως τα ευαγγέλια είναι ακριβείς καταγραφές των γεγονότων; Και αν τα λόγια ή οι πράξεις του Ιησού “φουσκώθηκαν” από τους συγγραφείς ή ήταν απλά μεταγενέστερες εφευρέσεις τους; (Το δοκίμιο “Πνιγμένοι σε μια κουταλιά νερό” υπερασπίζεται τη δεύτερη θέση). Αν ισχύει αυτό δεν υπάρχει λόγος να πιστέψουμε πως ο Ιησούς καν ισχυρίστηκε πως ήταν Θεός ή ότι τα ευαγγέλια περιγράφουν ορθά τη συμπεριφορά του.
Επιπλέον ακόμα και οι επιλογές του τριλήμματος δεν αρκούν για να καλύψουν όλο το φάσμα των πιθανοτήτων. Δεν είναι σωστό να λέμε πως ο Ιησούς έλεγε την αλήθεια και όλη την αλήθεια χωρίς φόβο και πάθος διαφορετικά ή ψευδόταν εν γνώσει του ή ήταν για το φρενοκομείο. Πολλές μορφές ψυχολογικών παθήσεων εμφανίζονται με μια συγκεκριμένη μορφή, ενώ κατά τα άλλα το άτομο μοιάζει εντελώς λογικό. Οι αρχηγοί παραθρησκευτικών οργανώσεων για παράδειγμα είναι συχνά πολύ χαρισματικοί και πειστικοί και μπορούν να προσελκύσουν πολλούς οπαδούς που δεν κατανοούν το βάθος της αυταπάτης τους.
Ή μπορεί η φήμη του Ιησού ως κήρυκα και θαυματοποιού να απλώθηκε τόσο πολύ που πείστηκε και ο ίδιος πως ήταν ο αναμενόμενος μεσσίας, όπως νόμιζε ο κόσμος. Αν και είναι παρατραβηγμένο, μπορούμε να υποθέσουμε κατανοούσε τη βαρβαρότητα της Παλαιάς Διαθήκης και είπε ένα ψέμα για το κοινό καλό, λέγοντας επίτηδες πως ήταν ο Μεσσίας για να αποκτήσει τη δύναμη να την ακυρώσει και την αντικαταστήσει με καλύτερους νόμους και ήταν τόσο αφοσιωμένος στην αποστολή του που ήταν πρόθυμος να θυσιάσει τον εαυτό του στο τέλος. Ο λόγος για τον οποίο καταρρέι το Χριστιανικό Τρίλημμα είναι ότι υπάρχουν πολύ περισσότερες εναλλακτικές από τις τρεις που προβάλλει.
Το Επιχείρημα του Μαρτυρίου
Άλλο ένα επιχείρημα που συχνά χρησιμοποιούν οι απολογητές διαφόρων πίστεων είναι ότι η πίστη τους πρέπει να είναι σωστή επειδή δικοί τους πιστοί θυσιάστηκαν πρόθυμα για την πίστη τους και αρνήθηκαν να αλλαξοπιστήσουν. Ωστόσο πρόκειται για ένα πολύ αδύναμο επιχείρημα. Όλες οι θρησκείες έχει μάρτυρες· ο πρώιμος Χριστιανισμός που ρίχνανε Χριστιανούς στα λιοντάρια, οι Μουσουλμάνοι που ανατιζάνονται επειδή είναι σίγουροι ότι θα πάνε στον Παράδεισο, οι Βουδιστές που αυτοπυρπολούνται ως διαμαρτυρία για τον πόλεμο και τη βία. Αυτό δεν αποδεικνύει τίποτα για το αν το σύστημα πίστης είναι αληθινό. Απλά αποδεικνύει ότι κάθε θρησκεία έχει πιστούς που είναι απόλυτα πεπεισμένοι ότι αυτά που πιστεύουν είναι αληθινά. Δεδομένου πως οι περισσότερες θρησκείες είναι σχεδιασμένες για να καταπνίγουν την αμφιβολία, αυτό δεν είναι καθόλου παράδοξο. Το αν κάτι είναι αλήθεια δεν μπορεί να εξακριβωθεί από το πόσο ένθερμα το πιστεύουν οι άνθρωποι, αλλά μόνο με τον έλεγχο των στοιχείων.
Το Επιχείρημα της Δημοφιλίας
Ένα άλλο επιχείρημα που προτείνεται είναι ότι πρέπει να πιστεύουμε στο Θεό επειδή οι περισσότεροι άνθρωποι σε όλη την ιστορία το έκαναν. Και αυτό είναι αρκετά ακριβές. Παραδέχομαι πως η συντριπτική πλειοψηφία της ανθρωπότητας πάντα πίστευε στο υπερφυσικό.
Αυτό όμως δεν είναι έγκυρο επιχείρημα υπέρ του θεϊσμού, αλλά λογική πλάνη. Αν δεν ξέραμε τίποτε άλλο για τον κόσμο πέρα του ότι η μεγάλη πλειοψηφία των ανθρώπων πίστευε κάτι, τότε θα άξιζε τον κόπο να ασχοληθούμε. (Ελάχιστοι άθεοι θα λέγανε πως η ύπαρξη του Θεού είναι μια πιθανότητα με την οποία δεν αξίζει καν να ασχοληθούμε). Αλλά αυτό δε θα καθιστούσε την πεποίθηση αυτή αληθή. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο κοιτώντας τις αποδείξεις. Κάποτε η συντριπτική πλειοψηφία των μορφωμένων ανθρώπων πίστευε πως ο Ήλιος περιφέρεται γύρω από τη Γη, αλλά αυτό δεν κατέστησε την πεποίθηση αυτή αληθή. Η πραγματικότητα δεν ορίζεται με ψηφοφορία.
Ένα ακόμα σημαντικότερο σημείο είναι ότι, παρόλο που οι περισσότεροι άνθρωποι ανέκαθεν πίστευαν σε κάποιο θεό, δεν επρόκειτο για τον ίδιο Θεό. Οι περισσότεροι πολιτισμοί στην ιστορία διαφωνούν σημαντικά, και συχνά με βίαια, για τη φύση και της επιθυμίες του Θεού. Αν υπήρχε πραγματικά μία θεότητα που δίνει σε όλους τους ανθρώπους τις ίδιες πληροφορίες, αυτή η κατάσταση θα ήταν πραγματικά παράδοξη και μη αναμενόμενη. Αν από την άλλη δεν υπάρχει Θεός, αλλά απλά άνθρωποι που εφευρίσκουν ανεξάρτητα ιδέες περί θείου, τότε αυτό ακριβώς θα περιμέναμε να βρούμε, οπότε η θρησκευτική σύγχυση μεταξύ των ανθρώπων δεν είναι επιχείρημα για το θεϊσμό, αλλά για την αθεΐα. (”Το Επιχείρημα της Γεωγραφικής Συγκέντρωσης” και το ”Παίζοντας τον Κοσμικό Παπά” αναπτύσσουν αυτό το επιχείρημα περαιτέρω.) Μόνο αγνοώντας αυτές τις οφθαλμοφανείς διαφορές, που απλώνονται σε κάθε ουσιώδες θρησκευτικό δόγμα, μπορεί το επιχείρημα της δημοφιλίας να αποκτήσει κάποια ισχύ.
Μία από τις πιο προφανείς και θεμελιώδεις διαφορές εντοπίζεται στο πόσοι θεοί υπάρχουν. Οι υποστηρικτές του επιχειρήματος της δημοφιλίας συνήθως ανήκουν στη μονοθεϊστική Ιουδαιο-Χριστιανο-Ισλαμική παράδοση, αλλά οι περισσότεροι πολιτισμοί σε όλη την ιστορία της ανθρωπότητας δεν υπήρξαν μονοθεϊστικοί, αλλά πολυθεϊστικοί. Αν συνταχθούμε με το επιχείρημα της δημοφιλίας, θα έπρεπε να πιστέψουμε πως δεν υπάρχει μόνο ένας, αλλά πολλοί θεοί.
Το Επιχείρημα των Θρησκευτικών Εμπειριών
Ένα πολύ συνηθισμένος επιχείρημα είναι ότι ο Θεός πρέπει να υπάρχει επειδή οι πιστοί συχνά έχουν εμπειρίες της παρουσίας του (ή της). Όπως συμβαίνει όμως και με το επιχείρημα της δημοφιλίας, το επιχείρημα της θρησκευτικής εμπειρίας είναι ευαίσθητο στο αντεπιχείρημα της θρησκευτικής πολυφωνίας. Ο ισχυρισμός ότι ο Θεός πρέπει να υπάρχει επειδή ένας πιστός νιώθει την παρουσία του δεν εξηγεί γιατί διάφοροι άνθρωποι ισχυρίζονται ότι έχουν εμπειρίες <διαφορετικών θεών και <διαφορετικών υπερφυσικών οντοτήτων. Οι Προτεστάντες έχουν εμπειρίες ενός Προτεσταντικού Θεού, οι Καθολικοί ενός Καθολικού Θεού, οι Μουσουλμάνοι έχουν εμπειρίες με τον Αλλάχ, οι Ινδουιστές των θεοτήτων του ινδουιστικού πανθέου, οι Ταοϊστές του αιώνιου Ταό και ούτω καθεξής. Προφανώς όλες αυτές οι διαφορετικές πεποιθήσεις δεν μπορεί να είναι όλες σωστές. Τουλάχιστον κάποιες θα είναι λάθος. Αλλά αν κάποιες είναι λάθος, γιατί όχι όλες τους; Σε τι θα βασιστούμε για να κρίνουμε ότι ένας είδος θρησκευτικών εμπειριών είναι πιο αξιόπιστο από ένα άλλο; Η απάντηση είναι ότι δεν έχουμε σημείο αναφοράς πέρα από μια αντικειμενική εξέταση των στοιχείων και αν αρκούν για να στηρίξουν τους ισχυρισμούς μιας θρησκευτικής ομάδας.
Το Επιχείρημα της Λεπτομερούς Ρύθμισης
Η ανθρώπινη ύπαρξη είναι δυνατή επειδή οι σταθερές της φυσικής και οι παράμετροι του σύμπαντος και του πλανήτη Γη βρίσκονται εντός κάποιων ιδιαίτερα στενών περιθωρίων. [...] Αυτή η “σύμπτωση” τιμών και σταθερών και των παραμέτρων του σύμπαντος μας δείχνουν [...] ένα δημιουργό που βρίσκεται πέρα από τις διαστάσεις και τα όρια του υλικού σύμπαντος.
Hugh Ross, The Uniqueness of Jesus
Μία παραλλαγή του κλασσικού επιχειρήματος του σχεδιασμού είναι το επιχείρημα της “κοσμολογικής λεπτομερούς ρύθμισης” που υποστηρίζει πως οι θεμελιώδεις σταθερές της φύσης, όπως η ταχύτητα του φωτός, το ηλεκτρικό φορτίο του ηλεκτρονίου ή η τιμή της σταθεράς της βαρύτητας, είναι λεπτομερώς ρυθμισμένες για να επιτρέπουν τη ζωή και ακόμη και μια μικρή αλλαγή σε οποιαδήποτε από αυτές θα κατέληγε σε ένα σύμπαν πολύ διαφορετικό από το δικό μας, όπου δε θα μπορούσε να υπάρξει καθόλου ζωή. Οι υποστηρικτές αυτού του επιχειρήματος λένε πως αυτό είναι απόδειξη πως ένας αγαθός δημιουργός ρύθμισε αυτές τις σταθερές. Σε μια άλλη εκδοχή αυτού του επιχειρήματος, οι υποστηρικτές της λεπτομερούς ρύθμισης λένε πως το ίδιο φαίνεται και στο ηλιακό μας σύστημα, όπου δε θα μπορούσαμε να υπάρχουμε εμείς εάν η Γη ήταν λίγο διαφορετική.
Τη δεύτερη μορφή του επιχειρήματος μπορούμε να την ξεφορτωθούμε εύκολα. Είναι γεγονός ότι η ζωή όπως τη γνωρίζουμε, τουλάχιστον οι περίπλοκες μορφές της, όπως οι άνθρωποι, δε θα υπήρχαν αν οι συνθήκες ήταν πολύ διαφορετικές (αν και κάποιες περιβαλλοντικές παράμετροι δεν είναι τόσο ευαίσθητες όσο νομίζουν κάποιοι ένθεοι· για παράδειγμα κάποιοι δηλώνουν πως θα παγώναμε ή θα βράζαμε αν η τροχιά της Γης διαφοροποιούνταν κατά μερικά χιλιόμετρα, μη γνωρίζοντας πως η τροχιά της Γης είναι έλλειψη, οπότε η απόσταση Γης-Ήλιου αλλάζει μέχρι και 5 εκατομμύρια χιλιόμετρα στη διάρκεια ενός έτους). Ωστόσο, αυτό δε θα έπρεπε να μας εκπλήσσει. Κοιτάζοντας το σύμπαν, βλέπουμε ένα τεράστιο αριθμό σημείων που είναι τελείως εχθρικά για εμάς: κόσμοι που λούζονται στη θερμότητα και τη ραδιενέργεια που εκπέμπουν τα άστρα τους, κόσμοι σκοτεινοί και παγωμένοι από το ψύχος του διαστήματος, κόσμοι που διαρκώς σείονται από ηφαίστεια, κόσμοι που διαρκώς βομβαρδίζονται από μετεωρίτες, κόσμοι που δε διαθέτουν τις κατάλληλες χημικές ενώσεις για να συντηρήσουν μορφές ζωής όπως της Γης. Μας κάνει εντύπωση, λοιπόν, που η ζωή εμφανίστηκε εδώ και όχι εκεί; Μας κάνει εντύπωση που ζούμε στη Γη και όχι σε εκείνα τα μέρη; Φυσικά και όχι. Ζούμε εκεί που μπορούμε να ζήσουμε. Θα ήταν πολύ πιο θαυμαστό και ενδεικτικό υπερφυσικής παρέμβασης αν οι άνθρωποι εμφανίζονταν σε έναν πλανήτη με περιβάλλον που δε θα μπορούσε να μας συντηρήσει. (ΣτΜ: Αυτή είναι η Ασθενής Ανθρωπική Αρχή)
Η κοσμολογική εκδοχή του επιχειρήματος του λεπτομερούς σχεδιασμού είναι πιο εκλεπτυσμένη, αλλά όχι και δύσκολο να καταρριφθεί. Το κλειδί είναι να αναγνωρίσουμε πως κάθε βήμα σ'αυτό το συλλογισμό εδράζεται σε υποθέσεις που δε στηρίζονται από στοιχεία, οπότε, απουσία αυτών, το επιχείρημα καταρρέει.
Για παράδειγμα: Πώς γνωρίζουν οι υποστηρικτές του επιχειρήματος πόσες από αυτές τις σταθερές θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην εμφάνιση ζωής; Ίσως να μην υπήρχε ζωή όπως την ξέρουμε εμείς, αλλά αυτό δεν αποδεικνύει πως δε θα υπήρχε καθόλου ζωή άλλης μορφής. Ίσως τα περισσότερα σύμπαντα που θα προέκυπταν αλλάζοντας τις σταθερές να μπορούσαν να συντηρήσουν κάποιου είδους περίπλοκης ζωής, ακόμα κι αν θα ήταν πολύ διαφορετικές από αυτές στις οποίες είμαστε συνηθισμένοι. Οι υποστηρικτές του επιχειρήματος του λεπτομερούς σχεδιασμού προϋποθέτουν ότι μόνο ένα σετ τιμών μπορούν να οδηγήσουν σε έλλογη ζωή οποιουδήποτε είδους, αλλά δεν είναι δυνατόν να το γνωρίζουν αυτό.
Επιπλέον, πώς γνωρίζουν οι υποστηρικτές του επιχειρήματος αυτού ότι όλες οι πιθανές εναλλακτικές των τιμών γι'αυτές τις σταθερές είναι εξ ίσου πιθανές ή πως θα μπορούσαν καν να διαφέρουν; Οι υποστηρικτές του επιχειρήματος του λεπτομερούς σχεδιασμού υποθέτουν πως οι τρέχουσες τιμές επελέγησαν τυχαία από άπειρες ή πάρα πολλές εναλλακτικές, αλλά δεν είναι δυνατόν να το γνωρίζουν αυτό. Πράγματι, σε κάποιες περιπτώσεις γνωρίζουμε πως αυτό δεν είναι αληθές. Κάποιες φυσικές σταθερές είναι αλληλοεξαρτώμενες, οπότε όταν αλλάζει η μία, αλλάζουν και οι άλλες (π.χ. σύμφωνα με αυτό το Άρθρο του Μήνα στο Talk.Origins, η επιτρεπτότητα του κενού, η διαπερατότητα του και η ταχύτητα του φωτός στο κενό αλληλοεξαρτώνται με τέτοιο τρόπο). Είναι πολύ πιθανό καθώς προοδεύει η φυσική αυτή η ενοποίηση να συνεχιστεί και να ανακαλύψουμε και άλλες τέτοιες βαθύτερες αλληλεπιδράσεις. Μία πλήρης Θεωρία Ενοποίησης, το όνειρο των φυσικών, μπορεί να μας δείξει πως τα πράγματα είναι έτσι επειδή δε θα μπορούσαν να είναι αλλιώς.
Τέλος, πως γνωρίζουν οι υποστηρικτές του επιχειρήματος πως υπήρχε μόνο μια ευκαιρία επιτυχίας; Που βασίζονται όταν υποθέτουν πως το σύμπαν που παρατηρούμε αποτελεί το σύνολο της ύπαρξης; Υποθέσεις (με την επιστημονική έννοια) πολλαπλών συμπάντων ή παράλληλων συμπάντων υπάρχουν πολλές στους κύκλους της αστροφυσικής. Φυσικά, αν υπάρχουν χιλιάδες ή εκατομμύρια σύμπαντα, όλα με ελαφρώς διαφορετικές φυσικές σταθερές, δε είναι παράδοξο πάλι που βρισκόμαστε στο σύμπαν που μπορεί να μας συντηρήσει αντί για κάποιο όπου δε θα μπορούσαμε να ζήσουμε. Αυτό είναι παρόμοιο με την απάντηση στην πλανητική λεπτομερή ρύθμιση που συζητήσαμε παραπάνω.
Όπως είδαμε, δεν υπάρχει κανένας καλός λόγος για να υποπτευόμαστε πως το σύμπαν είναι λεπτομερώς ρυθμισμένο. Αλλά σκεφτείτε κι αυτό: ακόμα και να ήταν λεπτομερώς ρυθμισμένο, πώς γνωρίζουμε πως αυτό έγινε με γνώμονα τους ανθρώπους; Οι άνθρωποι έχουμε μια ιστορικά βεβαιωμένη τάση να θεωρούμε τους εαυτούς μας το κέντρο της δημιουργίας, κάτι το οποίο έχει καταρριφθεί πολλές φορές (ΣτΜ: π.χ. ότι η Γη είναι το κέντρο του σύμπαντος επειδή μένουμε εμείς επάνω, κ.λπ.) Τι μας κάνει να νομίζουμε πως είναι η κορύφωση της δημιουργίας ή ότι η δημιουργία μας ήταν εσκεμμένη; Ίσως ο δημιουργός να θεωρούσε πως τα αστέρια είναι όμορφα και έφτιαξε ένα σύμπαν γεμάτο από δαύτα και δεν έχει καν προσέξει ότι έχουν αρχίσει να συμβαίνουν ενδιαφέρονται πράματα στη σκόνη που τα περιβάλλει. Ή μπορεί να ήθελε ο δημιουργός να πλάσει ζωή, αλλά δεν τον ενδιέφερε η ανθρώπινη ζωή. Όταν κάποτε ρώτησαν τον εξελικτικό βιολόγο J.B.S. Haldane τι μπορούσε να συμπεράνει για την προσωπικότητα του δημιουργού μελετώντας την πλάση, εκείνος φέρεται να απάντησε: “Λατρεύει τα σκαθάρια”.
Είναι ο Θεός μια “στοιχειώδης” πεποίθηση;
[...] η πίστη στο Θεό δε χρειάζεται καθόλου να βασίζεται σε επιχειρήματα ή αποδείξεις [...] Ο πιστός έχει το πνευματικό δικαίωμα να πιστεύει ό,τι πιστεύει χωρίς να γνωρίζει κάποια καλά επιχειρήματα (έμμεσα ή άμεσα) ακόμα και αν δε θεωρεί πως υπάρχει κάποιο τέτοιο επιχείρημα και ακόμα και αν πράγματι δεν υπάρχει τέτοιο επιχείρημα [...] Είναι απόλυτα εύλογο να αποδέχεται την πίστη στο Θεό χωρίς να το αποδέχεται βάσει άλλων πεποιθήσεων ή προτάσεων. Με μία λέξη [...] η πίστη στο Θεό είναι “στοιχειώδης”.
Alvin Plantinga, "Is Belief in God Properly Basic?", Nous, Μάρτιος 1981, σελ.41
Μία ολοκαίνουρια εναλλακτική στα επιχειρήματα υπέρ της ύπαρξης του Θεού που βασίζονται σε στοιχεία είναι η μεταρρυθμισμένη προσέγγιση του φιλοσόφου Alvin Plantinga. Βασισμένη στον υπερβατισμό, ο Plantinga κάνει σαφή διάκριση μεταξύ αυτού που αποκαλεί κλασσικό θεμελιωτισμό που έχει ως αρχή ότι μια πεποίθηση πρέπει να υπάρχει μόνο όταν στηρίζεται σε αποδείξεις και μόνο ως εκεί όπου τη στηρίζουν οι αποδείξεις και στη δική του προσέγγιση, που εμφανίζεται περιληπτικά στο παραπάνω απόσπασμα. Ο Plantinga ονοματίζει κάποιες δηλώσεις που δεν πιστεύονται βάση άλλων δηλώσεων, τις οποίες ονομάζει “στοιχειώδεις” και συνεχίζει ισχυριζόμενος ότι η ύπαρξη του Θεού είναι μια από αυτές, οπότε οι άνθρωποι μπορούν να την πιστεύουν ακόμα και αν δεν υπάρχουν καθόλου αποδεικτικά στοιχεία γι'αυτή.
Η προφανής αντίρρηση εδώ είναι να ρωτήσουμε αν και άλλες δηλώσεις, όπως η ύπαρξη του Βισνού, του Θωρ ή της Μεγάλης Κολοκύθας ή ακόμα και η μη ύπαρξη του Θεού, θα μπορούσαν να καπελωθούν ως στοιχειώδεις και να μη χρειάζονται αποδείξεις. Ο Plantinga απαντά ότι δεν είναι οποιαδήποτε δήλωση στοιχειώδεις, αλλά παραδέχεται πως δεν έχει κριτήριο για να τις διακρίνει. “[...] η μεταρρυθμισμένη επιστημολογία όχι μόνο απορρίπτει τέτοια κριτήρια για το αν μια πεποίθηση είναι στοιχειώδης, αλλά δε φαίνεται να βιάζεται να παράξει αυτό που θεωρεί καλύτερο υποκατάστατο” (σελ.48). Αντ'αυτού θεωρεί πως η κατηγοριοποίηση θα πρέπει να γίνεται αναλογικά, συγκρίνοντας την πεποίθηση με άλλα παραδείγματα τα οποία όλοι συμφωνούν ότι είναι στοιχειώδη. Όταν ήρθε αντιμέτωπος με μια χορωδία αντιδράσεων ότι ποτέ δεν πρόκειται να συμφωνήσουν από κοινού άθεοι και ένθεοι σε κοινά αποδεκτά παραδείγματα (ή ακόμα και οι ίδιοι Χριστιανοί μεταξύ τους) ο Plantinga σήκωσε μεταφορικά τα χέρια του ψηλά και δήλωσε πως οι Χριστιανοί δεν έχουν υποχρέωση να δικαιολογούν τις πεποιθήσεις τους σε τρίτους. “Θα πρέπει τα κριτήριά μου ή αυτά των άλλων χριστιανικών κοινοτήτων, να προσαρμόζονται στα δικά τους παραδείγματα; Σίγουρα όχι. Η χριστιανική κοινότητα είναι υπόλογη στα δικά της παραδείγματα, όχι στα δικά τους” (σελ.50).
Ο Plantinga καταλήγει μέχρι και να πει πως η ύπαρξη του Θεού είναι στοιχειώδης επειδή ο Θεός υπάρχει, ενώ η ύπαρξη της Μεγάλης Κολοκύθας δεν είναι στοιχειώδης επειδή δεν υπάρχει τέτοιο ον. “[...] η μεταρρυθμισμένη επιστημολογία μπορεί να συμφωνεί με τον Καλβίνο όσον αφορά ότι ο Θεός έχει εμφυτεύσει σε όλους μας τη φυσική τάση να βλέπουμε το χέρι του στον κόσμο γύρω μας· το ίδιο δεν ισχύει με τη Μεγάλη Κολοκύθα. Δεν υπάρχει το ον Μεγάλη Κολοκύθα και δεν υπάρχει φυσική τάση να δεχόμαστε πεποιθήσεις για τη Μεγάλη Κολοκύθα” (σελ.51) Αυτό είναι το άκρον άωτον της κυκλικότητας. Εν τέλει καταλήγει ότι όντα όπως η Μεγάλη Κολοκύθα είναι παραδείγματα “παράλογων στοιχειωδών πεποιθήσεων” (σελ.51). Γιατί να το δεχτούμε αυτό; Ως στοιχειώδη πεποίθηση ο ίδιος ο Plantinga ορίζει μία πεποίθηση που δε βασίζεται σε άλλες πεποιθήσεις, που περιλαμβάνουν και την πεποίθηση ότι κάτι είναι εύλογο και την πεποίθηση ότι πρέπει να πιστεύουμε σε λογικά πράγματα. Αν κάποιος δηλώσει πως μια πεποίθηση είναι στοιχειώδης, δε θα έπρεπε να έχει διαφορά αν είναι λογική ή όχι. Αν ο Plantinga διαφωνήσει, τότε εγκαταλείπει τον ίδιο του τον ορισμό.
Το κριτήριο για το αν μια πεποίθηση είναι στοιχειώδης είναι τραγικά μπερδεμένο. Ουσιαστικά καταλήγει στη δήλωση πως κάποιες προτάσεις θα πρέπει να τις δεχόμαστε χωρίς στοιχεία επειδή έτσι λέει ο Plantinga. Και μπορούμε να πιστέψουμε μόνο αυτές τις προτάσεις χωρίς στοιχεία και όχι άλλες επειδή μας το λέει αυτός. Δεν είναι αυτό σοβαρό επιχείρημα για την ύπαρξη του Θεού.
Υπάρχουν τελικά στοιχειώδεις πεποιθήσεις; Ένας άθεος σίγουρα θα το δεχόταν αυτό. Ωστόσο οι στοιχειώδεις πεποιθήσεις δεν μπορούν να αφορούν εμπειρικές αλήθειες· αυτή η γνώση πρέπει να στηρίζεται σε αποδείξεις και πάντα είναι υπό αίρεση. Αντ'αυτού προτείνω πως οι στοιχειώδεις πεποιθήσεις είναι τριών κατηγοριών: αξιώματα που είναι αληθή εξ ορισμού στο σύστημα στο οποίο ανήκουν, άμεσες νοητικές εμπειρίες και πεποιθήσεις που χρειάζονται για να κατανοήσουμε τα στοιχεία που βρίσκουμε. Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν τα μαθηματικά και λογικά αξιώματα (π.χ. δε χρειάζεται να αποδείξουμε πως 1+1=2 και η διαζευκτική σύνδεση μιας αληθούς και μια ψευδούς δήλωσης είναι αληθής). Ωστόσο, αν επιχειρηθεί να επεκταθούν αυτά τα αξιώματα σε αντικείμενα και σχέσεις στον πραγματικό κόσμο και να πάψουν να είναι απλά αφηρημένες έννοιες, θα πρέπει να αποδεικνύονται.
Η δεύτερη κατηγορία αποτελείται από πεποιθήσεις για τη νοητική κατάσταση του ατόμου και συμπεριλαμβάνει συναισθήματα και άμεσα ερεθίσματα των αισθήσεων. Παρόλο που κάποιος μπορεί να κάνει λάθος για την αιτία κάποιας νοητικής κατάστασης ή αν αντιστοιχεί σε κάτι υπαρκτό στον εξωτερικό κόσμο, δεν μπορεί να κάνει λάθος για την ίδια τη νοητική κατάσταση. Και ο ίδιος ο Plantinga το αναφέρει αυτό στην εργασία του. Αν νιώσω πόνο στο δεξί μου γόνατο, μπορεί να κάνει λάθος για ποιο λόγο πονάω λόγω ελλιπών ή εσφαλμένων στοιχείων, αλλά δεν μπορώ να κάνω λάθος για την απλή εμπειρία πόνου.
Η τρίτη κατηγορία περιλαμβάνει θέσεις όπως την αποτελεσματικότητα της γενίκευσης ως μέθοδο κατανόησης του κόσμου, την επιστημονική μέθοδο ως αξιόπιστο τρόπο απόκτησης γνώσης και την ύπαρξη γνώσιμων νόμων της φύσης. Τίποτα από αυτά δεν μπορεί να αποδειχθεί από στοιχεία, αφού πρόκειται για ανώτερης τάξης θέσεις για τα ίδια τα στοιχεία, αλλά το να τις εγκαταλείψουμε θα σήμαινε ότι θα χανόμασταν στην ομίχλη της αβεβαιότητας, αφού είναι ο μόνος τρόπος για να αποφασίσουμε αν κάτι είναι αντικειμενικά αληθές ή ψευδές. Άρα δεν έχουμε και πολλές επιλογές από το να συνεχίσουμε να τις πιστεύουμε, αν και μπορώ να πω πως έχουν αποδειχθεί εξαιρετικά αξιόπιστες μέχρι τώρα.
Ωστόσο η ύπαρξη του Θεού δεν ανήκει σε καμία από αυτές τις κατηγορίες. Ο Θεός δεν είναι ένα ον που υπάρχει εξ ορισμού (όπως προσπαθεί αποτυχώς να αποδείξει το οντολογικό επιχείρημα), δεν είναι απλή νοητική κατάσταση και η ύπαρξή του δε βασίζεται στο νου (ή τουλάχιστον όχι σύμφωνα με τους περισσότερους ένθεους), ούτε και η ύπαρξη του Θεού απαιτείται για να κατανοήσουμε τον κόσμο (όπως προσπαθεί να αποδείξει το υπερβατικό επιχείρημα). Συνεπώς μπορούμε με ασφάλεια να συμπεράνουμε πως η ύπαρξη του Θεού δεν είναι μια στοιχειώδης πεποίθηση, αλλά μια εμπειρική πρόταση για τον εξωτερικό κόσμο και μπορεί να στηριχθεί μόνο με στοιχεία και όχι μια απλή δήλωση.
Το Στοίχημα του Πασκάλ
Η πρόταση που είναι γνωστή ως “Στοίχημα του Πασκάλ” είναι ίσως ένα από τα πιο κοινά επιχειρήματα που προτάσσουν οι ένθεοι κατά της αθεΐας. Διατυπώθηκε πρώτη φορά από το μαθηματικό του 17ου αιώνα Blaise Pascal και λέει περίπου τα εξής: Αν πιστεύω στο Θεό και δεν υπάρχει, δε χάνω τίποτα. Αν πιστεύω στο Θεό και όντως υπάρχει θα κερδίσω τον Παράδεισο. Αν από την άλλη δεν πιστεύω στο Θεό και δεν υπάρχει, ούτε χάνω, ούτε κερδίζω, ενώ αν δεν πιστεύω στο Θεό και υπάρχει, θα καταλήξω στην Κόλαση. Αφού έχω τα πάντα να κερδίσω και τίποτα να χάσω με το να πιστεύω στο Θεό, τότε λογικά θα πρέπει να πιστεύω σ'αυτόν. Ή όπως το παρουσιάζουν κάποιοι ένθεοι: “Κι αν κάνεις λάθος;” (λες και οι άθεοι δεν έχουν σκεφτεί αυτή την πιθανότητα).
Μιας και το συναντώ με απελπιστική συχνότητα από ένθεους που προφανώς νομίζουν πως είναι συναρπαστικό επιχείρημα, θα ασχοληθώ μαζί του σ'αυτό το άρθρο.
Το πρώτο και βασικότερο πρόβλημα με το Στοίχημα θα πρέπει να είναι προφανές σε όλους. Επιχειρηματολογεί υπέρ της πίστη σε θεό, αλλά δε μας συμβουλεύει ποιον θεό να διαλέξουμε. Υπάρχουν εκατοντάδες, αν όχι χιλιάδες, θεοί. Πώς θα επιλέξουμε το σωστό; (Το άρθρο ”Παίζοντας τον κοσμικό παπά” καλύπτει το αντικείμενο με μεγαλύτερη λεπτομέρεια). Ο Blaise Pascal ήταν Καθολικός και χρησιμοποιούσε το Στοίχημα υπέρ του Καθολικισμού, αλλά σήμερα χρησιμοποιείται κυρίως από ευαγγελικούς Προτεστάντες. Ωστόσο μπορεί να το χρησιμοποιήσει άνετα ο οπαδός οποιασδήποτε θρησκείας. Οι Μουσουλμάνοι μπορούν να πουν στους Χριστιανούς ότι λατρεύοντας τον Αλλάχ κερδίσουν τον Παράδεισο, όπου θα τους υπηρετούν για όλη την αιωνιότητα 72 ουρί, ενώ αν τον απορρίψουν μπορεί να καταλήξουν στην ισλαμική Κόλαση. Ένας Ζωροάστρης μπορεί να ανταπαντήσει πως μόνο ο Αχούρα Μάζντα είναι η πραγματική θεότητα και όσοι πιστεύουν σ'αυτόν και όχι στον Αλλάχ θα κερδίσουν την αιωνιότητα, ενώ οι άλλοι θα καταδικαστούν. Οι Ινδουιστές μπορεί να τον διακόψουν τότε και να πουν πως οι ανταμοιβές του να πιστεύεις στον Κρίσνα είναι μεγάλες και οι κίνδυνοι της απιστίας ακόμα μεγαλύτεροι. Ένας Βουδιστής μπορεί να τους διορθώσει ευγενικά όλους και να επισημάνει πως μπορούμε να κερδίσουμε την ευδαιμονία της Νιρβάνας ακολουθώντας το Οκταπλό Μονοπάτι και με διαλογισμό Ζαζέν· γιατί να μην το δοκιμάσουμε; Άλλωστε η εναλλακτική είναι η μετενσάρκωση ως ζώο, πεινασμένο φάντασμα ή καταραμένη ψυχή. Σ'αυτό το σημείο θα επέμβει ένας αρχαίος Έλληνας και θα μας προειδοποιήσει για τη σκληρή τιμωρία που μας περιμένει στα Τάρταρα, αν απορρίψουμε την εξουσία του Δία. Εν τω μεταξύ, ενώ όλοι μαλώνουν, οι Ινδιάνοι Νεζ Περς κάθονται στην άκρη χαμογελώντας, σίγουροι πως ο κόσμος θα σβήσει το πρωί της τρίτης μέρας και πως ζούμε στα όνειρα της δεύτερης νύχτας και ότι η πίστη σ'αυτό θα τους αποφέρει ανταμοιβές που κανείς από τους άλλους δεν μπορεί να φανταστεί.
Πώς θα επιλέξουμε το σωστό Θεό μέσα από αυτή την πληθώρα; Πώς θα βρούμε το σωστό Παράδεισο και θα αποφύγουμε τη σωστή Κόλαση; Το Στοίχημα δε μας βοηθά καθόλου σ'αυτό. Βάσει της λογικής του θα πρέπει να πιστεύουμε σε κάθε υπερφυσικό ον για το οποίο υπάρχει ισχυρισμός ότι έχει τη δύναμη να μας τιμωρήσει ή να μας ανταμείψει. Οι ένθεοι που χρησιμοποιούν το Στοίχημα του Πασκάλ πιστεύουν στον Άγιο Βασίλη; Αν όχι, τότε είναι ασυνεπείς. Βάσει της λογικής του θα έπρεπε να τον πιστεύουν γιατί, αν υπάρχει, τότε θα τους ανταμείψει με υπέροχα δώρα, διαφορετικά τι έχουν να χάσουν; (περισσότερα γι'αυτό το θέμα δείτε στο Pascal's Wager: Your Fortune Awaits.)
Εκ πρώτης όψεως, η πίστη σε κάθε θεό και κάθε θρησκεία μοιάζει η προφανής επιλογή στο δίλημμα, αλλά στην πραγματικότητα αυτό δεν είναι πρακτικό. Οι προσφορές θα ήταν τερατώδεις, θα ήταν αδύνατο να θυμόμαστε όλες τις τελετουργίες και οι ώρες που θα έπρεπε να ξοδεύουμε κάθε μέρα σε τελετές και προσευχές θα ήταν περισσότερες από 24. Επιπλέον, οι περισσότερες θρησκείες έχουν εξαλείψει αυτή την εναλλακτική δηλώνοντας πως οι πιστοί οποιασδήποτε άλλης θρησκείας είναι καταραμένοι.
Είναι γεγονός πως η αθεΐα είναι μια ενιαία θέση, αλλά ο θεϊσμός όχι. Δεν υπάρχει “γενικός θεϊσμός”. Δεν μπορεί κάποιος να επιλέξει να “πιστέψει απλά σε κάτι”. Και η επιλογή δεν είναι, όπως νομίζουν κάποιοι Ευαγγελικοί, μεταξύ του Ευαγγελικού Χριστιανισμού και του τίποτα. Υπάρχουν εκατοντάδες θρησκείες και κανένας εκ των προτέρων λόγος να προτιμήσουμε τη μία από την άλλη. Και ο ένθεος που επιλέγει τη λάθος θρησκεία έχει το ίδιο πρόβλημα με έναν άθεο που δε διαλέγει καμία. Επομένως ο πρώτος πυλώνας του Στοιχήματος καταρρέει: δε μπορεί κάποιος που επιλέγει ένα θεό και κάνει λάθος να πει πως δε χάνει τίποτα.
Όλα αυτά φυσικά υποθέτουν πως ο Θεός θα τιμωρήσει τη λάθος πίστη με Κόλαση και εδώ βρίσκεται η επόμενη ένσταση στο Στοίχημα του Πασκάλ: θεωρεί δεδομένο κάτι που δε θα έπρεπε, συγκεκριμένα τη φύση του Θεού. Πώς μπορεί κάποιος να ξέρει στα σίγουρα πως οι πιστοί θα ανταμειφθούν και οι άπιστοι θα τιμωρηθούν; Είναι εύκολο να φανταστεί κανείς θεότητες που θα συμπεριφέρονταν διαφορετικά. Για παράδειγμα, μπορεί να έχουν δίκιο οι Ουνιβερσαλιστές και ο Θεός δεν τιμωρεί κανένα, τους συγχωρεί όλους και τους στέλνει όλους στο Παράδεισο. Σ'αυτή την περίπτωση οι άθεοι δεν έχουν τίποτα να χάσουν. Αντίθετα υπάρχουν ένθεοι που πιστεύουν σε ένα θεό τόσο σκληρό και σαδιστικό που η συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων που έχει υπάρξει ποτέ θα καταλήξει σε αιώνια μαρτύριο. Δεν είναι και πολύ μεγάλο άλμα να φανταστεί κανείς έναν θεό που καταδικάζει τους πάντες, οπότε σ'αυτή την περίπτωση ο ένθεος θα βράζει στο ίδιο καζάνι με τον άθεο. Μπορούμε να φανταστούμε και ένα θεό που δε θέλει να το πιστεύουμε, αλλά έχει στήσει τον κόσμο επίτηδες έτσι ώστε η ύπαρξή του να μοιάζει απίθανη και θα τιμωρήσει εκείνους που αγνόησαν τα στοιχεία στο όνομα της πίστης και θα ανταμείψει εκείνους που άφοβα άκουσαν το κάλεσμα της λογικής. (Το θαυμάσιο δοκίμιο του Richard Carrier The End of Pascal's Wager περιγράφει ένα τέτοιο σενάριο). Σ'αυτή την περίπτωση το Στοίχημα του Πασκάλ αντιστρέφεται και η πλάστιγγα γέρνει προς την άλλη μεριά· τώρα η αθεΐα είναι η θέση με τα περισσότερα κέρδη.
Η τρίτη ένσταση στο Στοίχημα του Πασκάλ είναι η ακόλουθη. Έστω ότι ένας άθεος ακούει το Στοίχημα, εντυπωσιάζεται και προσηλυτίζεται. Μετά πεθαίνει. Τι θα πει όταν βρεθεί μπροστά στο Θεό στις Πύλες του Παραδείσου; “Να σου πω, δεν πίστευα σε σένα, αλλά είπα να παίξω με τις πιθανότητες”; Θα μπει ένας τέτοιος άνθρωπος στον Παράδεισο;
Αν ο Θεός είναι παντογνώστης, τότε δεν είναι αφελής. Θα μπορεί να διακρίνει τη διαφορά μεταξύ αγνής πίστης και απλής δήλωσης πίστης που οφείλεται σε μια κυνική επιθυμία για ανταμοιβή ή στο φόβο της τιμωρίας. Το Στοίχημα του Πασκάλ παράγει το δεύτερο. Δεν είναι επιχείρημα για την ύπαρξη του Θεού. Δεν προσφέρει επιχειρήματα που καθιστούν την ύπαρξη του Θεού πιο πιθανή. Εν ολίγοις, δεν είναι λόγος για τον οποίο ο θεϊσμός είναι ορθός. Είναι μια απλή επίκληση στην απληστία συνδυασμένη με την απειλή βίας. “Είτε είναι αλήθεια, είτε όχι”, μας λέει, “δε θα έπρεπε να πιστεύεις μήπως και ανταμειφθείς;
Η πραγματικότητα, όμως, δε δουλεύει έτσι. Ένας ειλικρινής άθεος δε δυσπιστεί επειδή δεν έχει τίποτα να κερδίσει, αλλά επειδή η εξέταση των στοιχείων τον οδηγεί στο αποτέλεσμα αυτό. Αν ένας προσηλυτιστής από την Παναγία Εκκλησία της Αοράτου Ροζ Μονόκερου προσπαθούσε να με κάνει πιστό της θεότητάς του (ενός αόρατου, ροζ μονόκερου που ξεφυσά φωτιά και έχει ύψος 200 μέτρα) δε θα με έπειθε και πολύ, ασχέτως πόσο θαυμάσιος θα ήταν ο παράδεισος που μου θα μου υποσχότανε. Παρομοίως, δεν έχω και πολύ μεγάλη επιθυμία να λατρέψω τον Γουόνκο μόνο και μόνο επειδή λένε πως η κόλασή του είναι 10 φορές χειρότερη από τη χριστιανική. Χωρίς στοιχεία δεν προτίθεμαι να πιστέψω καθαρά τη καρδία στην ύπαρξη κανενός από τους δύο. Το ίδιο ισχύει και για το χριστιανικό Θεό, τον Αλλάχ και άλλους, που άλλωστε στο μόνο που διαφέρουν απ'τον Γουόνκο και τη Ροζ Μονόκερω είναι πως έχουν περισσότερους πιστούς. Το ζήτημα της ανταμοιβής και της τιμωρίας για την πίστη σε τέτοια όντα είναι εντελώς άσχετο. Δεν έχει νόημα να αναρωτιόμαστε τις επιπτώσεις μιας πρότασης μέχρι να έχουμε συγκεντρώσει αρκετά στοιχεία για τον αν η πρόταση είναι πιθανό να είναι ορθή.
Όλοι το κατανοούν αυτό. Άλλωστε, γιατί οι ένθεοι που χρησιμοποιούν το Στοίχημα του Πασκάλ απορρίπτουν την πίστη στον Αγιοβασίλη; Σύμφωνα με το επιχείρημά τους έχουν τα πάντα να κερδίσουν και απολύτως τίποτα να χάσουν με μια τέτοια πίστη, ασχέτως του πόσο χαμηλή είναι η πιθανότητα να υπάρχει ένα τέτοιο ον. Ωστόσο δεν ξέρω κανένα ενήλικα ένθεο να πιστεύει στον χαρωπό άγιο από την Καισαρεία. Η αιτία είναι ότι κατανοούν ότι η έννοια του Άη Βασίλη είναι προφανώς ψευδής, μια έννοια χωρίς στοιχεία υπέρ της και ισχυρά στοιχεία κατά της, οπότε δεν έχουν πρόβλημα να διαφωνούν με τη λογική του “ναι, αλλά αν...” και να την αγνοούν ως αδιάφορη. Η κατάσταση με τους άθεους και το Θεό είναι παρόμοια.
Η τέταρτη και τελευταία ένσταση στο Στοίχημα είναι ότι μία από τις βασικές προτάσεις του είναι λάθος. Ο Πασκάλ υπέθεσε πως αν κάποιος πιστεύει στο Θεό και προκύψει πως Θεός δεν υπάρχει, τότε δεν έχει χάσει τίποτα. Αλλά αυτό δεν είναι σωστό. Όπως είπαμε και νωρίτερα, ο Πασκάλ ήταν Καθολικός και χρησιμοποιούσε το Στοίχημα για να προωθήσει τον Καθολικισμό. Αλλά το να είσαι Καθολικός έχει ένα κάρο υποχρεώσεις: να βρεις μια εκκλησία, να βαφτιστείς, να κοινωνάς, να κηδευτείς εκεί, να εξομολογείσαι, να πηγαίνεις στη λειτουργία κάθε Κυριακή (αφήνοντας ίσως και το κατιτίς στο παγκάρι), να αποδεχθείς πως δε θα χρησιμοποιήσεις ποτέ αντισύλληψη, ότι δε θα κάνεις ποτέ έκτρωση, να υποσχεθείς να αναθρέψεις και τα παιδιά σου ως Καθολικά κ.ο.κ. Δεν πρόκειται για μια ασήμαντη επένδυση χρόνου και χρήματος, για να μη μιλήσουμε για την ευθύνη που θα πρέπει να μοιράζεσαι ως μέλος μιας Εκκλησίας που ακόμη συνεχίζει να διασπείρει μιζέρια στην ανθρωπότητα με το να αντιμάχεται αποδεδειγμένα ασφαλή και φθηνά μέσα αντισύλληψης στον Τρίτο Κόσμο· μιας Εκκλησίας που ακόμη και τώρα μοιάζει να προτιμά να προστατεύει τα πλούτη της από τις μηνύσεις για σεξουαλικές κακοποιήσεις για τις οποίες ευθύνονται ιερείς της, παρά να φροντίσει να μην ξανασυμβούν τέτοια περιστατικά.
Αλλά και η πίστη σε άλλες θρησκείες δεν είναι τζάμπα. Αν κάποιος θέλει να είναι Αναγεννημένος Χριστιανός, έχει καθήκον να προσηλυτίζει, κάτι που μπορεί να του κοστίσει φίλους και αγαπημένα άτομα. Αν επιλέξει να είναι Μουσουλμάνος, πρέπει να προσεύχεται 5 φορές τη μέρα, να νηστεύει όλη τη μέρα την περίοδο του Ραμαζανιού και πρέπει να προσκυνήσει τη Μέκκα τουλάχιστον μια φορά στη ζωή του. Αν επιλέξει να είναι ορθόδοξος Εβραίος, πρέπει να ακολουθεί αυστηρές διατροφικές απαγορεύσεις, αλλά και ένα σωρό νόμους που ρυθμίζουν κάθε πτυχή της ζωής του. Τίποτα από αυτά δεν είναι ασήμαντες επενδύσεις. Οι περισσότερες θρησκείες απαιτούν θεμελιώδεις αλλαγές στον τρόπο ζωής, τη συμπεριφορά, τη νοοτροπία και την προσωπική κοσμοθέαση.
Και αν ο θεός στον οποίο πιστεύει κάποιος δεν υπάρχει, είναι αλήθεια πως δεν έχασε τίποτα; Ένας άθεος θα έλεγε πως ο πλανεμένος ένθεος έχασε κάτι πραγματικά σημαντικό: αυτό το άτομο έζησε όλη τη ζωή του, τη μοναδική ζωή που είχε, πιστεύοντας ένα ψέμα. Είναι ασήμαντη αυτή η απώλεια; Θα έπρεπε να χαιρόμαστε να πηγαίνουμε στον τάφο γοητευμένοι από την ευδαιμονία της άγνοιας; Ή μήπως δεν είναι μια τραγική σπατάλη της ανεκτίμητης λογικής ικανότητας που όλοι διαθέτουμε; Ίσως υπάρχει ζωή μετά θάνατον, αλλά αυτό που είναι αδιαμφισβήτητο είναι ότι σίγουρα υπάρχει επίγεια ζωή, μια ζωή που η βραχύτητά της την κάνει ακόμα πιο πολύτιμη και που δε θα έπρεπε να σπαταλιέται. Προσωπικά θεωρώ πως δεν υπάρχει καλύτερος τρόπος να ζει κανείς τη ζωή του από το να αναζητά άφοβα την αλήθεια. Δηλώνω πως η χαρά της κατανόησης, η ηδονή της ανακάλυψης, είναι που ολοκληρώνει την ύπαρξή μας (ΣτΜ: και η απόλαυση της δημιουργίας, θα συμπλήρωνα εγώ) και όχι η δουλική αφοσίωση στον κάθε διπολικό ουράνιο τύραννο που σκαρφίζεται ο νους του ανθρώπου, μόνο και μόνο για την αμυδρή περίπτωση πως μπορεί να υπάρχει.
Κλείνοντας, θα πω το εξής ως τροφή για σκέψη: Οι προσηλυτιστές που χρησιμοποιούν το Στοίχημα του Πασκάλ θα έπρεπε να αναρωτηθούν αν πιστεύουν σε ένα Θεό που εκτιμά τα εγωιστικά στοιχήματα περισσότερο από την αγνή και ειλικρινή έλλειψη πίστης. Ακόμα και αν κάποιος επιλέξει να πιστέψει, είναι καλύτερα να το κάνει ως αποτέλεσμα κριτικής σκέψης και εξέτασης των στοιχείων, παρά ως αδιάφορη επιλογή βάσει της πιθανότητας της μεγαλύτερης ανταμοιβής. Το Στοίχημα αυτό θα έκανε ασήμαντη και την αθεΐα και τον θεϊσμό, υποβιβάζοντάς τα σε μια επιλογή 50-50, στο στρίψιμο ενός νομίσματος. Ως άθεος λέω ότι δεν πρέπει να ορκιζόμαστε πίστη σε όποιον μας προσφέρει την καλύτερη δωροδοκία, αλλά να βασίσουμε την απόφασή μας στις αποδείξεις.